Ο θάνατος της 17χρονης μαθήτριας που είχε υποστεί αλλεργικό σοκ μετά την κατανάλωση γαλακτοκομικού προϊόντος, κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής στην Κρήτη, επανέφερε στο προσκήνιο το σοβαρό ζήτημα των τροφικών αλλεργιών και των επιπλοκών που μπορεί να επιφέρουν στους πάσχοντες, και ιδιαίτερα στα παιδιά και τους εφήβους.
Οι τροφικές αλλεργίες αυξάνονται παγκοσμίως με ταχύτερο ρυθμό από οποιαδήποτε άλλη αλλεργική διαταραχή. Η αλλεργία στο γάλα αποτελεί τη συχνότερη τροφική αλλεργία στα παιδιά. Συνήθως, μέχρι τα τρία τους χρόνια, τα παιδιά ξεπερνούν τη συγκεκριμένη αλλεργία, ωστόσο περίπου το 1/5 απ’ αυτά θα παραμείνει αλλεργικό, ακόμη και ως ενήλικας.
Ποια είναι τα αναγκαία μέτρα πρόληψης που πρέπει να λαμβάνει ο γονιός, στην περίπτωση που το παιδί του έχει αλλεργία στο γάλα, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος της αναφυλαξίας; Μας απαντά ο Αλλεργιολόγος Δρ. Κωνσταντίνος Πεταλάς.
Η τροφική αλλεργία ως όρος αναφέρεται στην αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος στις τροφές. Η συχνότητα της κυμαίνεται στο 5% στα παιδιά και στο 3-4% στους ενήλικες. Η τροφική αλλεργία όπως όλες οι αλλεργίες παρουσιάζει αυξητικές επιδημιολογικές τάσεις.
Το gold standard της διάγνωσης είναι η πρόκληση, η χορήγηση της τροφής. Φυσικά, ποτέ η πρόκληση δεν γίνεται αν δεν έχουν εξαντληθεί τα διαγνωστικά περιθώρια, αφού μπορεί να είναι επικίνδυνη. Όμως, αν στηριχθούμε στις μελέτες που έχουν χρησιμοποιήσει προκλήσεις, τα ποσοστά της τροφικής αλλεργίας είναι 1-11% ενώ τα αναφερόμενα είναι 3-35%.
Η αλλεργία στο γάλα αγελάδας εμφανίζεται στο 2,5% του παιδιατρικού πληθυσμού και το 0,3% των ενηλίκων. Σύμφωνα με παλαιότερες μελέτες η φυσική πορεία της νόσου οδηγεί σε ανοχή στο 50% στο πρώτο έτος της ηλικίας, κατά 70% στο δεύτερο, 85% στο τρίτο και 90-95% μετά την ηλικία των 5 ετών. Τα τελευταία έτη φαίνεται όμως τα ποσοστά αυτά να αλλάζουν προς το χειρότερο με αποτέλεσμα η αλλεργία στο γάλα αγελάδας να παραμένει για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και σε περισσότερους.
Παθολογία
Παθοφυσιολογικά ο μηχανισμός της αλλεργίας στο γάλα σχετίζεται με την «ανωριμότητα» του γαστρεντερικού βλεννογόνου στην βρεφική-παιδική ηλικία.
Η αλλεργία στο γάλα είναι η κλινική έκφραση της υπερευαισθησίας που έχει αναπτύξει ο ασθενής στις πρωτεΐνες του γάλακτος και πιο συγκεκριμένα στην α- λακταλβουμίνη, β-λακτοσφαιρίνη (πιο συχνά) και την καζείνη (πιο σπάνια). Οι πρωτεΐνες αυτές αποτελούν τους επιτόπους του γάλακτος δηλαδή τα τμήματα εκείνα που προκαλούν αλλεργία. Η καζείνη είναι γραμμικός επίτοπος ενώ οι άλλες πρωτεΐνες κυκλικοί. Η ευαισθησία στην καζείνη είναι συνυφασμένη με χειρότερη πρόγνωση ως προς τη φυσική πορεία της αλλεργίας.
Συμπτώματα αντίδρασης
Η συμπτωματολογία προέρχεται από το δέρμα , το αναπνευστικό και το πεπτικό σύστημα. Ο μηχανισμός των αντιδράσεων χωρίζεται σε δύο κατηγορίες στην IgE διαμεσολαβούμενη αντίδραση και στη λεμφοκυτταροεξαρτώμενη αντίδραση.
Οι πρώτες είναι αμέσου τύπου και επικίνδυνες (κνίδωση, αναφυλαξία-αλλεργικό σοκ) ενώ οι δεύτερες είναι επιβραδυνόμενου τύπου και συνήθως εκδηλώνονται με συμπτωματολογία από το πεπτικό (πρωκτοκολίτιδα, εντροκολίτιδα).
Υπάρχουν και μεικτού τύπου διαταραχές οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τους δύο αναφερόμενους μηχανισμούς όπως η ατοπική δερματίτιδα. Οι κωλικοί και η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση οφείλονται σε υπερευαισθησία στο γάλα στο 1/3 των περιπτώσεων. Οι αντιδράσεις οι οποίες δεν οφείλονται σε αντίδραση του ανοσοποιητικού συνοπτικά χαρακτηρίζονται ως τροφική δυσανεξία και είναι μεν δυσάρεστες αλλά όχι επικίνδυνες, χαρακτηριστικό παράδειγμα η δυσανεξία στη λακτόζη.
Εφόσον ένα παιδί χαρακτηρισθεί αλλεργικό στο γάλα θα πρέπει να το αποφεύγει σε οποιαδήποτε μορφή!
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, εφόσον ένα παιδί χαρακτηρισθεί αλλεργικό στο γάλα αγελάδος, θα πρέπει κατ’ αρχήν να το αποφεύγει σε οποιαδήποτε μορφή. Θα πρέπει να λαμβάνει υποκατάστατο γάλα υψηλής υδρόλυσης ή στοιχειακό όπου ουσιαστικά το περιεχόμενο δεν αποτελείται από πρωτεΐνες αλλά από αμινοξέα τα οποία δεν δύνανται να «ξυπνήσουν» αλλεργική αντίδραση. Τα χαμηλής υδρόλυσης γάλατα έχουν θέση μόνο ως πρόληψη.
Η φυσική πορεία της νόσου παρακολουθείται ανά χρονικά διαστήματα (εξάμηνο) με εξετάσεις αίματος και δερματικές δοκιμασίες και εφόσον παρατηρηθεί πτώση της ειδικής IgE έναντι του υπεύθυνου αλλεργιογόνου το παιδί μπορεί να υποβληθεί σε πρόκληση.
Είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι συνήθως τα παιδιά με αλλεργία στο γάλα είναι δυνητικά η πιθανώς ταυτόχρονα ευαισθητοποιημένα και σε άλλα τροφικά αλλεργιογόνα όπως είναι το αυγό, το ψάρι, τα δημητριακά, η σόγια και θα πρέπει αυτά να ελέγχονται με τον ίδιο τρόπο ώστε να μην βρεθούν οι μικροί ασθενείς αλλά και οι γονείς προ εκπλήξεων.
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο ψάρι αφού συνήθως αυτά τα παιδιά πρέπει να το συμπεριλάβουν αργότερα στη διατροφή τους αφού σε περίπτωση που ευαισθητοποιηθούν είναι πιθανό η συγκεκριμένη αλλεργία να παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Αντιμετώπιση
Τα τελευταία έτη έχουν γίνει απόπειρες απευαισθητοποίησης σε διάφορες τροφές ανάμεσα τους και το γάλα. Η μέθοδος πλέον θεωρείται δοκιμασμένη ως προς το γάλα και εφόσον γίνει με τις συνθήκες ασφαλείας που προβλέπονται είναι πολύ πιθανό να δώσει οριστική λύση στο πρόβλημα. Η αλλεργία στο γάλα αγελάδας έχει πολύ υψηλή διασταυρούμενη ευαισθησία με το γάλα διαφορετικής προέλευσης (πρόβειο, κατσικίσιο) συνεπώς συνήθως δεν αποτελεί λύση. Επίσης στο γάλα της σόγιας, ενώ δεν ισχύει κάτι τέτοιο, τα παιδιά που αρχίζουν να τρέφονται με αυτό συνήθως αναπτύσσουν νέα ευαισθητοποίηση στη σόγια με αποτέλεσμα αυτή η επιλογή να είναι επίσης μάλλον καταδικασμένη.
Οι ενήλικες με αλλεργία στο γάλα αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου ως προς την πιθανότητα εμφάνισης πολλαπλών αλλεργικών σοκ αφού το γάλα βρίσκεται ως «κρυμμένο» συστατικό σε πολλές τροφές. Συνεπώς πρέπει να είναι απολύτως ενήμεροι για την σοβαρότητα της κατάστασης και να είναι πάντα εφοδιασμένοι με σετ αντιμετώπισης αλλεργικού σοκ το οποίο θα περιλαμβάνει πρωτίστως ένεση αδρεναλίνης και εν συνεχεία αντιισταμινική και κορτιζονούχα αγωγή. Θα πρέπει να εκπαιδευθούν πέρα από το να χρησιμοποιούν το σετ και στο να αναγνωρίζουν τα πρώιμα συμπτώματα αλλεργικού σοκ.