Το Μετατραυματικό Στρες (Post-traumatic stress disorder – PTSD) αποτελεί μια ψυχική διαταραχή, η οποία εμφανίζεται σε ανθρώπους που έχουν βιώσει ένα τραυματικό και συχνά απειλητικό για την ζωή τους γεγονός.
Με αφορμή τις πρόσφατες πλημμύρες και όλα τα τραγικά επακόλουθα τους, η Αντιγόνη Γινοπούλου, Ψυχολόγος – Παιδοψυχολόγος μας εξηγεί ποια είναι η συμπτωματολογία της διαταραχής και πότε είναι αναγκαίο να αναζητηθεί βοήθεια από ειδικό ψυχικής υγείας.
Οι πιθανοί λόγοι που μπορούν να προκαλέσουν την διαταραχή μετατραυματικού στρες είναι πολλοί όπως κακοποίηση, απώλεια, πλημμύρες, ομηρεία, πόλεμος, σεισμός, θανατηφόρα τροχαία ατυχήματα, απαγωγή, ξυλοδαρμός .
Ο Freud ονόμαζε την διαταραχή μετατραυματικού στρες “υστερική νεύρωση” και τα συμπτώματα που παρατήρησε στους ασθενείς του ήταν άρνηση, συναισθηματική αποφυγή, καταναγκαστικές συμπεριφορές, απώθηση των γεγονότων.
Το ψυχικό τραύμα ξεκινάει μετά το γεγονός και το άτομο κατακλύζεται από ένα οξύ και ανυπόφορο πόνο, νιώθει ότι είναι αβοήθητο, το τραύμα διαλύει την ψυχολογική σταθερότητα που υπήρχε μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σύμφωνα με έρευνες, το μετατραυματικό στρες προσβάλλει περίπου το 30% των θυμάτων μιας καταστροφής.
Τα συμπτώματα μετά το τραυματικό γεγονός είναι άγχος, ανησυχία, αυπνίες, δυσκολίες συγκέντρωσης, εκρήξεις τα οποία δεν υπήρχαν πριν. Το άτομο ξαναβιώνει το γεγονός με αναμνήσεις, εφιάλτες, ψευδαισθήσεις. Επίσης, αποφεύγει ανθρώπους, δραστηριότητες και καταστάσεις που ενεργοποιούν αναμνήσεις του τραύματος.
Διάγνωση και αντιμετώπιση
Η διαταραχή μετατραυματικού στρες μπορεί να προσβάλλει τόσο ενήλικες όσο και παιδιά. Τα συμπτώματα εμφανίζονται λίγους μήνες μετά το τραύμα ή ακόμα και χρόνια μετά. Για να διαγνωσθεί κάποιος θα πρέπει να έχει αντιμετωπίσει ένα τραυματικό γεγονός από το οποίο απειλήθηκε ή αποτέλεσε εν δύναμη κίνδυνος και χρειάστηκε να αμυνθεί με κίνδυνο την σωματική και ψυχική του ακεραιότητα.
Σε αρκετές περιπτώσεις τα άτομα που βίωσαν μετατραυματικό στρες αρνούνται την αρχική παρέμβαση επειδή θεωρούν το γεγονός σαν κάτι πολύ δύσκολο να το αντιμετωπίσουν ή επειδή πιστεύουν ότι μπορούν να το αντιμετωπίσουν μόνοι τους.
Η θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει ψυχολογική και φαρμακευτική παρέμβαση, ανάλογα με τη βαρύτητα του περιστατικού.