Τα αντιβιοτικά, ενώ χορηγούνται για να καταπολεμηθούν ορισμένοι βλαβεροί μικροοργανισμοί, παράλληλα όμως σκοτώνουν και τους ωφέλιμους μικροοργανισμούς του πεπτικού συστήματος, διαταράσσοντας έτσι την ισορροπία της μικροχλωρίδας του εντέρου.
Σύμφωνα με έρευνες, κατά τη διάρκεια λήψης αντιβίωσης, η κατάλληλη διατροφή φαίνεται να είναι ο καλύτερος σύμμαχος για ένα υγιές εντερικό μικροβίωμα.
Γράφει ο Δρ. Σταύρος Καρακατσάνης, Γαστρεντερολόγος – Ηπατολόγος, Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών.
Μια βρετανική επανεξέταση ερευνών που ερεύνησε τις αλλαγές που συνέβησαν στα εντερικά βακτήρια μετά τη λήψη αντιβιοτικών που χορηγούνται ευρέως για λοιμώξεις της αναπνευστικής και ουροποιητικής οδού βρήκε ότι μετά τη θεραπεία, ο αριθμός και η ποικιλία των βακτηριακών τύπων φθίνει ταχέως. Βρήκε, επίσης, ότι κάποιοι τύποι «κακών» μικροοργανισμών αυξάνονταν, ενώ κάποιοι «καλοί» μικροοργανισμοί μειώνονταν.
Στους περισσότερους ανθρώπους, όταν η αντιβιοτική θεραπεία σταματούσε, τα εντερικά βακτήρια αποκαθίσταντο ως ένα βαθμό, αλλά υπάρχουν και μελέτες που δείχνουν ότι κάποια αντιβιοτικά έχουν μακροχρόνιες επιδράσεις στην ισορροπία των μικροοργανισμών.
Σημαντικό είναι να χρησιμοποιούμε τα αντιβιοτικά μόνο όποτε είναι απαραίτητο και σίγουρα όχι για ιογενείς λοιμώξεις, καθώς τα φάρμακα αυτά δεν μπορούν να εξοντώσουν ιούς όπως αυτός του κοινού κρυολογήματος ή της COVID-19.
Τι πρέπει λοιπόν να τρώμε τόσο κατά τη διάρκεια λήψης της αντιβίωσης όσο και μετά για να αποκαταστήσουμε τη βακτηριακή ισορροπία στο έντερο; Οι περισσότεροι γνωρίζουν για τα προβιοτικά και τα πρεβιοτικά, λίγοι όμως είναι εκείνοι που ξέρουν για ποιους λόγους είναι ωφέλιμα.
Τα προβιοτικά περιέχουν «καλά εντερικά βακτήρια»
Τα προβιοτικά είναι τρόφιμα όπως το γιαούρτι, που περιέχουν « καλά εντερικά βακτήρια», δηλαδή ζωντανούς μικροοργανισμούς που αποικούν εκ νέου το έντερο και βελτιώνουν την εντερική υγεία. Αντιστέκονται στα στομαχικά οξέα και τις λειτουργίες της πέψης και έπειτα προσκολλώνται στα τοιχώματα του εντέρου και αναπτύσσονται, χωρίς να προκαλούν οποιαδήποτε προβλήματα. Τέλος, η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητά τους είναι διαπιστωμένη σε ελεγχόμενες δοκιμές.
Για να ονομαστεί «προβιοτικό», η δόση των μικροοργανισμών που περιέχει το τρόφιμο πρέπει να είναι επαρκής για να αποκαταστήσει τον αριθμό των «καλών» βακτηρίων, απομακρύνοντας παράλληλα τα «κακά». Τα περισσότερα γιαούρτια περιέχουν «καλά βακτήρια» αλλά δεν μπορούν όλα να επιβιώσουν από την οξύτητα του στομαχικού οξέος είτε δεν αναπτύσσονται στο έντερο κι επομένως δεν έχουν κάποιο προβιοτικό όφελος.
Για να επιφέρουν τις ωφέλιμες επιδράσεις τους, τα προβιοτικά δεν πρέπει απλώς να φτάσουν μέχρι το παχύ έντερο, αλλά μόλις βρεθούν εκεί χρειάζονται το κατάλληλο «καύσιμο» που θα τα βοηθήσει να αναπτυχθούν σωστά. Το καύσιμο αυτό είναι τα πρεβιοτικά.
Τι λέει η επιστήμη για τα προβιοτικά
Τα προβιοτικά προωθούνται ευρέως ως ευεργετικά για την υγεία, με την επιστήμη ωστόσο να εμφανίζεται διχασμένη επί του θέματος. Μια επανεξέταση στοιχείων βρήκε ότι τα προβιοτικά μπορεί να είναι χρήσιμα για όσους διατρέχουν υψηλό κίνδυνο διάρροιας που προκαλείται από τα αντιβιοτικά, όπως οι ηλικιωμένοι και οι νοσηλευόμενοι. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι οι παρενέργειες ήταν συχνές όταν λαμβάνονταν αντιβιοτικά και περιελάμβαναν διαταραχές στη γεύση, ναυτία, κοιλιακές κράμπες, μαλακά κόπρανα, πυρετό και φούσκωμα. Αλλά όσοι λάμβαναν προβιοτικά ανέφεραν λιγότερες παρενέργειες, υποδεικνύοντας ότι μπορεί να βοηθούν στην αντιμετώπιση κάποιων από αυτές.
Τελικά, τι είναι τα πρεβιοτικά;
Τα πρεβιοτικά είναι ενώσεις που βοηθούν τους ωφέλιμους εντερικούς μικροοργανισμούς να αναπτυχθούν και να επιβιώσουν. Τα πρεβιοτικά τρόφιμα περιέχουν σύνθετους υδατάνθρακες που δεν μπορεί να τους χωνέψει ο οργανισμός και διατροφικές φυτικές ίνες που δεν διασπώνται από τις πεπτικές διαδικασίες στο στομάχι και το λεπτό έντερο. Περνούν, λοιπόν, έτσι αδιάλυτες στο παχύ έντερο, όπου ζυμώνονται από τα υγιεινά «καλά» βακτήρια.
Για να ονομαστεί πρεβιοτικό, ένα τρόφιμο πρέπει να υποβληθεί στην ανωτέρω διαδικασία και να αποδειχθεί σε κλινικές δοκιμές ότι βελτιώνει επιλεκτικά τη σύνθεση των μικροοργανισμών στο έντερο. Δεν είναι όλες οι διατροφικές φυτικές ίνες πρεβιοτικές, ενώ οι περισσότερες περιλαμβάνουν σύνθετους υδατάνθρακες που ονομάζονται φρουκτο-ολιγοσακχαρίτες, ινουλίνη και ανθεκτικό άμυλο.
Μπορείτε να βρείτε τρόφιμα στο σούπερ μάρκετ με πρόσθετα πρεβιοτικά, αλλά μη εύπεπτοι υδατάνθρακες υπάρχουν φυσικά σε πολλές τροφές, όπως:
-δημητριακά: κριθάρι, ψωμί σίκαλης, ζυμαρικά, κουσκούς, πίτουρο σίτου, ψωμί σίτου, βρώμη
-όσπρια: ρεβίθια, φακές, κόκκινα φασόλια, σόγια
-λαχανικά: αγκινάρες, σπαράγγια, παντζάρια, ραδίκια, μάραθο, σκόρδο, αρακάς, πράσο, κρεμμύδι, μπιζέλια, γλυκό καλαμπόκι, λάχανο
-φρούτα: νεκταρίνια, λευκά ροδάκινα, λωτός, καρπούζι, γκρέιπφρουτ, ρόδι, σύκο
-ξηροί καρποί: κάσιους, φιστίκια.
Εκτιμάται ότι οι άνθρωποι που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο διάρροιας μετά τη λήψη αντιβιοτικών μπορεί να ωφεληθούν από τη λήψη προβιοτικών-και πρεβιοτικών- τροφίμων καθημερινά. Υπάρχουν, πάντως, όλο και περισσότερα στοιχεία που δείχνουν ότι ο συνδυασμός συγκεκριμένων προβιοτικών και πρεβιοτικών μπορεί να αυξήσει τις επωφελείς επιδράσεις και των δύο.