Στο δυτικό κόσμο, σε κάθε 100.000 άτομα, περίπου 70 άτομα διαγιγνώσκονται με ρευματοειδή αρθρίτιδα κάθε χρόνο. Υπολογίζεται ότι περίπου το 0,3-1% του ενήλικου πληθυσμού παγκοσμίως υποφέρει από ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα μπορεί να προσβάλει οποιονδήποτε άνθρωπο, ανεξαρτήτως ηλικίας και φύλου, με τις γυναίκες να κινδυνεύουν 3 φορές περισσότερο συγκριτικά με τους άνδρες.
Πως δημιουργείται το νόσημα και ποιες είναι οι σύγχρονες θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπισή του; Απαντά στο Liveit.gr ο Δημήτριος Π. Μπόγδανος, Καθηγητής Παθολογίας και Αυτοάνοσων Νοσημάτων και Διευθυντής στον Τομέα Παθολογίας, στο Τμήμα Ιατρικής, Σχολή Επιστημών Υγείας, ΠΘ.
Στην ρευματοειδή αρθρίτιδα λανθασμένα το διαταραγμένο ανοσοποιητικό σύστημα αναπτύσσει αντισώματα και λεμφοκύτταρα για να αναζητήσει και να καταστρέψει τους «εισβολείς» που νομίζει ότι απειλούν τον αρθρικό υμένα. Ο λανθασμένος συναγερμός δυστυχώς οδηγεί στην φλεγμονή του αρθρικού υμένα.
Κατά την έναρξη της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, μπορεί να παρατηρήσετε ότι οι μικρές αρθρώσεις όπως τα δάχτυλα των χεριών και των ποδιών σας είναι ζεστές, δύσκαμπτες ή πρησμένες. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να έρχονται και να φεύγουν και να μην προβληματίσουν τον πάσχοντα. Οι εξάρσεις της νόσου μπορεί να διαρκέσουν λίγες μόνο ημέρες ή μερικές εβδομάδες πριν εμφανιστούν ξανά. Τελικά, η ρευματοειδής αρθρίτιδα θα επηρεάσει μεγαλύτερες αρθρώσεις, όπως τους γοφούς, τους ώμους και τα γόνατα και η περίοδος ύφεσης θα μειωθεί. Η νόσος μπορεί να βλάψει σοβαρά τις αρθρώσεις εντός 3 έως 6 μηνών από την έναρξη.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να είναι δύσκολο να διαγνωστεί επειδή οι τύποι και η σοβαρότητα των συμπτωμάτων διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Τα συμπτώματα της επίσης μπορεί να είναι παρόμοια με άλλων τύπων φλεγμονώδους αρθρίτιδας (πχ ψωριασικής αρθρίτιδας), γεγονός που καθιστά δυνατή τη λανθασμένη διάγνωση και την παραπομπή στον ειδικό, δηλαδή στον ρευματολόγο.
Άλλα συμπτώματα που σχετίζονται με τη ρευματοειδή αρθρίτιδα περιλαμβάνουν πόνο και δυσκαμψία για περισσότερο από 30 λεπτά το πρωί, έντονη κούραση, πυρετική κίνηση, αναιμία, απώλεια βάρους, διαταραχές του ύπνου και καταθλιπτική συνδρομή.
Η νόσος προκαλεί χρόνιο πρήξιμο και πόνο που μερικές φορές είναι σοβαρός και στο παρελθόν, λόγω της έλλειψης επαρκών θεραπειών μπορούσε να προκαλέσει παραμόρφωση των αρθρώσεων και μόνιμη αναπηρία.
Κατά τη διάρκεια εξέλιξης της νόσου και λόγω της χρονιότητάς της, οι ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα παρουσιάζουν έντονη επιδείνωση της ποιότητας ζωής τους. Σημαντικές είναι και οι οικονομικές συνέπειες από τη νόσο, για τους ασθενείς, τις οικογένειές τους και το σύστημα υγείας. Υπολογίζεται ότι 4 στους 10 ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα αδυνατούν να εργαστούν 5 χρόνια μετά τη διάγνωση. Το εξήντα τοις εκατό των ατόμων με ανεπαρκή θεραπεία δεν μπορούν να εργαστούν 10 χρόνια μετά την έναρξη.
Πρέπει να τονιστεί, ότι η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια συστηματική ασθένεια, που σημαίνει ότι μπορεί να επηρεάσει ολόκληρο το σώμα. Μπορεί να επιτεθεί σε όργανα, όπως η καρδιά, οι πνεύμονες ή άλλους ιστούς όπως οι μύες, οι χόνδροι και οι σύνδεσμοι.
Η αιτία της νόσου είναι άγνωστη, αλλά διάφοροι παράγοντες κινδύνου φαίνεται πως συμβάλουν, όπως το στρες, ορμονικές διαταραχές, το κάπνισμα, η παχυσαρκία, λοιμογόνοι παράγοντες και το γενετικό υπόστρωμα. Οι γυναίκες έχουν περίπου δύο έως τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να πάθουν ρευματοειδή αρθρίτιδα από τους άνδρες.
Έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία: το «κλειδί» για την πρόληψη και αντιμετώπιση της νόσου
Η έγκυρη διάγνωση και η έγκαιρη θεραπεία στα πολύ πρώιμα στάδια της νόσου αποτελούν «κλειδιά» για την αποτελεσματική θεραπεία και την πρόληψη της εξέλιξης της νόσου. Στην διάγνωση, το πιο σημαντικό ρόλο παίζει η κλινική εικόνα και το ιστορικό εμφάνισης των συμπτωμάτων.
Οι αιματολογικές εξετάσεις θα δώσουν πολύτιμες πληροφορίες για την παρουσία ανοσολογικών δεικτών συμβατών με το νόσημα(παρουσία ρευματοειδούς παράγοντα και αντί-CCPαντισώματα), θα εκτιμήσουν την παρουσία και βαρύτητα της φλεγμονής(C-αντιδρώσα πρωτεΐνη και ταχύτητα καθίζησης ερυθρών) και σε πολλές περιπτώσεις την αποτελεσματικότητα της θεραπείας (εξάλειψη της φλεγμονής, αναιμίας κλπ) και των παρενεργειών της (ηπατοτοξικότητα, μυελοτοξικότητα, νεφροτοξικότητα κλπ). Οι ανοσολογικοί δείκτες είναι θετικοί (οροθετική ρευματοειδής αρθρίτιδα)στην μεγαλύτερη πλειονότητα των ασθενών (περίπου το 85-90%), αλλά σε μερικούς ασθενείς παρά τα τυπικά κλινικά, εργαστηριακά και κλινικά ευρήματα, οι δείκτες είναι αρνητικοί (οροαρνητική ρευματοειδής αρθρίτιδα)
Οι ακτινογραφίες, ειδικά στα χέρια και στις αρθρώσεις που φλεγμαίνουν μπορούν να δείξουν χαρακτηριστικές βλάβες που προκαλεί στις αρθρώσεις η φλεγμονή της ρευματοειδούς αρθρίτιδας βοηθώντας στην έγκυρη διάγνωση της νόσου.
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η ιατρική επιστήμη έχει προχωρήσει στην ανάπτυξη πλειάδας νέων φαρμάκων για την αποτελεσματική θεραπεία της νόσου και τον πλήρη έλεγχο της νόσου και της εξελιξής της. Τα φάρμακα που χρησιμοποιθούνται δρουν με διαφορετικό τρόπο και στοχεύουν στην καταστολή του ανοσοποιητικού και την επιλεκτική απενεργοποίηση κυττάρων και μοριακών μονοπατιών που ευθύνονται για την ανοσοφλεγμονή.
Στα αντιρευματικά φάρμακα, τα γνωστά τροποποιητικά της νόσου (DMARDS) συγκαταλέγονται αδρά δύο μεγάλες κατηγορίες τα συμβατικά και οι βιολογικές θεραπείες. Εκτός από τα κορτικοστεροείδη, υπάρχουν τα συμβατικά φάρμακα. Είναι γνωστά για πολλές δεκαετίες που είναι κυρίως βραδείας δράσης (χρειάζονται μερικές εβδομάδες για να δράσουν), για αυτό ο ασθενής χρειάζεται να δείξει υπομονή και να περιμένει ακόμη και αν δεν βλέπει άμεσα αποτελέσματα και λαμβάνονται από το στόμα. Σε αυτά περιλαμβάνονται η γνωστή σε όλους υδροξυχλωροκίνη, η μεθοτρεξάτη, η λεφλουνομίδη, η κυκλοσπορίνη και άλλα.
Ορισμένα συμβατικά αντιρευματικά φάρμακα ονομάζονται ανοσοκατασταλτικά, διότι ο κύριος ρόλος ελέγχου της φλεγμονής είναι μέσω της καταστολής του ανοσοποιητικού σύστηματος. Οι ασθενείς που ακολουθούν αγωγή με ανοσοκατασταλτικά πρέπει να παρακολουθούνται διαρκώς, διότι τα φάρμακα αυτά προκαλούν παρενέργειες με τακτικές εξετάσεις αίματος και παρακολούθηση από τον θεράποντα τους πρώτους μήνες θεραπείας. Με τη λήψη συνδυασμού φαρμάκων σε μειωμένες δόσεις, ο ασθενής έχει καλύτερα αποτελέσματα χωρίς επιπλέον παρενέργειες.
Η φαρμακευτική αγωγή προσαρμόζεται στον ασθενή και μπορεί να αλλάζει ανάλογα με τα αποτελέσματα, δηλαδή την ενεργότητα της νόσου, την επίτευξη πλήρης ύφεσης του νοσήματος, την εμφάνιση ανεπιθύμητων ενεργειών, πάντα λαμβάνοντας την επιθυμία και τις ανάγκες του ασθενούς. Επειδή τα περισσότερα από αυτά τα φάρμακα καταστέλλουν το ανοσοποιητικό, ο ασθενής μπορεί να γίνει επιρρεπής σε λοιμώξεις και μπορεί να πρέπει να διακοπεί το φάρμακα αν ο ασθενής έχει λοίμωξη (πχ λοίμωξη αναπνευστικού, ουροποιητικού), πάντα με τη σύσταση του θεράποντα.
Οι βιολογικές θεραπείες στοχεύουν σε μεμονωμένα μόρια και κυρίως τα μόρια του ανοσοποιητικού γνωστά ως λεμφοκύτταρα. Από όλα τα λεμφοκύτταρα, οι θεραπείες αυτές στοχεύουν στην εξάλειψη μόνο εκείνων των κυττάρων που παράγουν ή συμμετέχουν στην ανάπτυξη της φλεγμονής και της βλάβης της άρθρωσης. Για παράδειγμα, εδώ και πολλά χρόνια ένας βιολογικός παράγοντας που αδρανοποιεί τα κύτταρα που παράγουν μια πρωτεΐνη γνωστή ως παράγοντας νέκρωσης όγκου (TNF). Η εξουδετέρωσή της οδηγεί, σε εντυπωσιακό ποσοστό ασθενών, στην ύφεση της φλεγμονής.
Γίνεται ξεκάθαρα αντιληπτό, ότι η αποτελεσματική θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, ειδικά στα πρώιμα στάδια της νόσου, αποτελεί τον κανόνα στην σύγχρονη εποχή. Οι εξαιρέσεις στον χρυσό αυτό κανόνα είναι ελάχιστες, μετατρέποντας το νόσημα από ανίατο σε πλήρες θεραπεύσιμο. Η θεραπεία λαμβάνεται εκτός νοσοκομείου, είτε από το στόμα είτε υποδόρια, και ο ασθενής ζει μια φυσιολογική ζωή, ειδικά αν το νόσημα είναι σε πλήρη ύφεση, τα φάρμακα δεν έχουν παρενέργειες και το νόσημα δεν χαρακτηρίζεται από συνοσηρότητες που να επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα της ζωής του.
Με την πάροδο του χρόνου, οι ασθενείς μαθαίνουν να αναγνωρίζουν τα πρώιμα σημάδια των κρίσεων της αρθρίτιδας, καταπολεμούν στο μέτρο του δυνατού συμπτώματα που χαρακτηρίζουν το νόσημα χωρίς να συνδέονται άμεσα με την φλεγμονή της άρθρωσης (πχ αυπνία ή κατάθλιψη), προσαρμόζονται στις αυξημένες απαιτήσεις (προσεκτική διατροφή, διακοπή του καπνίσματος, αποφυγή αλκοόλ, έλεγχος σωματικού βάρους, ανάπαυση, αποφυγή χειρωνακτικής εργασίας και φυσικής καταπόνησης).
Η σύγχρονη θεραπευτική φαρέτρα για την θεραπεία της ρευματοειδούς σε σχέση με εκείνη πριν από 20 έτη η ακόμη και εκείνη πριν από 10 έτη δεν επιδέχεται καμίας σύγκρισης. Υπάρχουν πια πιο στοχευμένα και αποτελεσματικά φάρμακα, με λιγότερες παρενέργειες και μεγαλύτερο ποσοστό μακροχρόνιας θεραπείας. Ωστόσο ό εχθρός του καλού είναι το καλύτερο γι’ αυτό και η βιοιατρική επιστήμη αναπτύσσει συνεχώς νέα φάρμακα, εκλεκτικότερα και πιο αποτελεσματικά και με λιγότερες παρενέργειες για να ικανοποιήσει τις σύγχρονες ανάγκες ασθενών και ιατρών και να καταπολεμήσει τελείως την ασθένεια.