Οι ουρολοιμώξεις είναι ένα συχνό ιατρικό πρόβλημα, καθώς αποτελούν τη δεύτερη πιο κοινή αιτία μικροβιακής λοίμωξης. Τα βακτήρια είναι η πιο κοινή αιτία της ουρολοίμωξης.
Οι ουρολοιμώξεις εμφανίζονται τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά, αλλά η επίπτωσή τους στις γυναίκες είναι πολύ μεγαλύτερη καθώς 1 στις 2 γυναίκες θα παρουσιάσουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο ουρολοίμωξης κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Σύμφωνα με τους ειδικούς, περίπου το 20% των γυναικών, μετά την πρώτη ουρολοίμωξη, θα εμφανίσει υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.
Υπάρχουν τρόποι να προφυλαχτούμε από τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις; Μας απαντά Δρ. Χρήστος Παπαχρήστου, Χειρουργός Ουρολόγος – Ανδρολόγος.
Όταν μιλάμε για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις αναφερόμαστε στις ουρολοιμώξεις εκείνες που εμφανίζονται τουλάχιστον τρεις φορές σε διάστημα ενός έτους. Μπορεί να είναι αποτέλεσμα του ιδίου μικροβίου, που εμμένει και δε θεραπεύεται (επαναλοίμωξη) ή μπορεί να δημιουργούνται από διαφορετικό κάθε φορά μικροοργανισμό (υποτροπή).
Οι συχνότεροι παράγοντες κινδύνου που συνδέονται με τις υποτροπιάζουσες ο ουρολοιμώξεις είναι η κακή υγιεινή, οι κακές συνήθειες ούρησης, οι σεξουαλικές πρακτικές, οι μέθοδοι Αντισύλληψης, η στάση των ούρων, η νευρογενής κύστη, ο σακχαρώδης διαβήτης, η λιθίαση ουροποιητικού, η χρόνια δυσκοιλιότητα και η χαλάρωση πυελικού εδάφους.
Είναι αναγκαίο να τονιστεί ότι, στα πλαίσια της πρόληψης αλλά και της προστασίας σας από τις υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις, είναι σημαντική η λήψη συγκεκριμένων μέτρων όπως:
-Να καταναλώνετε άφθονα υγρά, κυρίως νερό ( 8-10 ποτήρια την ημέρα τουλάχιστον).
-Σωστός καθαρισμός της γεννητικής περιοχής.
-Αποφύγετε τη χρήση πολύ στενών ρούχων και συνθετικών εσωρούχων.
-Καλό σιδέρωμα των εσωρούχων.
-Τακτική κένωση της κύστης ( μην κρατάτε τα ούρα σας ).
-Να ουρείτε πάντα μετά από κάθε σεξουαλική επαφή.
-Να αποφεύγετε την εφαρμογή σπιράλ.
-Μην μένετε με βρεγμένο μαγιό στην παραλία.
-Μην χρησιμοποιείται σερβιετάκι σε καθημερινή βάση.
Σε δύσκολες περιπτώσεις θα πρέπει οι ασθενείς να μπαίνουν σε πρόγραμμα αντιβιοτικής χημειοπροφύλαξης, σε συνεννόηση πάντα με το θεράποντα ιατρό, ανάλογα με το προφίλ του κάθε ασθενούς και τη βαρύτητα του προβλήματος.