Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη
Η καρδιακή ανεπάρκεια είναι μια σοβαρή πάθηση της καρδιάς, η οποία χαρακτηρίζεται από την αδυναμία της καρδιάς να στείλει αρκετή ποσότητα αίματος στο σώμα, με αποτέλεσμα το σώμα να μην παίρνει την ποσότητα οξυγόνου και τις θρεπτικές ουσίες που απαιτούνται για να λειτουργήσει φυσιολογικά. Η πάθηση μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία συνήθως όμως εμφανίζεται σε άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας βασίζεται στην επιλογή της κατάλληλης φαρμακευτικής ή/και επεμβατικής αγωγής σε συνδυασμό με την αντιμετώπιση τυχόν άλλων παθήσεων που μπορεί να συνυπάρχουν και να επηρεάζουν την εξέλιξη της νόσου και την αλλαγή του τρόπου ζωής των ασθενών.
Η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί, παγκοσμίως, μια διαρκώς αυξανόμενη σε συχνότητα πάθηση, τη συχνότερη αιτία νοσηλειών στις καρδιολογικές κλινικές και την κύρια αιτία απώλειας ποιότητας ζωής των ανθρώπων.
Μετά από σοβαρή καρδιακή ανεπάρκεια, η ικανότητα της καρδιάς να θεραπευτεί μέσα από τον σχηματισμό νέων κυττάρων είναι ελάχιστη. Ωστόσο, μια νέα μελέτη από το Karolinska Institutet στη Σουηδία αποκαλύπτει ότι η θεραπεία με υποστηρικτική αντλία καρδιάς ενισχύει σημαντικά την ικανότητα της “άρρωστης”καρδιάς να επιδιορθώνεται δημιουργώντας νέα μυϊκά κύτταρα, ξεπερνώντας ακόμη και την αναγεννητική ικανότητα μιας υγιούς καρδιάς.
Συσκευές υποβοήθησης αριστερής κοιλίας (LVAD): Η «γέφυρα ζωής» πριν την μεταμόσχευση
Η ικανότητα της ανθρώπινης καρδιάς να αυτοθεραπεύεται μέσα από την αναγέννηση των μυϊκών της κυττάρων, γνωστά ως μυοκύτταρα, είναι πολύ περιορισμένη. Ωστόσο, μέχρι σήμερα δεν γνωρίζαμε τι μπορεί να συμβεί στην περίπτωση που η καρδιά έχει υποστεί βλάβη λόγω σοβαρής καρδιακής ανεπάρκειας.
Ερευνητές από το Karolinska Institutet ανακάλυψαν ότι μετά από έναν τραυματισμό, ο ρυθμός ανανέωσης των κυττάρων είναι ακόμη χαμηλότερος συγκριτικά με εκείνον μιας υγιούς καρδιάς. Μια συχνή επιλογή θεραπευτικής φροντίδας για τους ασθενείς με προχωρημένη καρδιακή ανεπάρκεια είναι η συσκευή υποβοήθησης αριστερής κοιλίας (LVAD). Πρόκειται για μια χειρουργικά εμφυτευμένη αντλία που εμφυτεύεται στον θώρακα προκειμένου να βοηθήσει μια πολύ εξασθενημένη καρδιά να προωθήσει αίμα στο σώμα, μειώνοντας έτσι τα συμπτώματα της καρδιακής ανεπάρκειας και βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής των ανθρώπων.
Σήμερα, οι συσκευές υποβοήθησης αριστερής κοιλίας χρησιμοποιούνται είτε ως τελική θεραπεία της καρδιακής ανεπάρκειας, είτε ως «γέφυρα» για μεταμόσχευση, για να “βοηθήσουν” δηλαδή τους ασθενείς που αναμένουν μεταμόσχευση καρδιάς μέχρι να βρεθεί μόσχευμα. Εκτιμάται ότι, περίπου το 50% των ασθενών που λαμβάνει καρδιακό μόσχευμα, κατά τη στιγμή της μεταμόσχευσης, υποστηρίζεται με συσκευή LVAD. Χωρίς την παρουσία αυτών των συσκευών οι ασθενείς αυτοί, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, δεν θα κατάφερναν να φτάσουν μέχρι τη μεταμόσχευση.
Η … κρυφή ικανότητα της ανθρώπινης καρδιάς να αυτοθεραπεύεται
Κατά της ανάλυση των ευρημάτων, οι ερευνητές διαπίστωσαν με έκπληξη ότι οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια που είχαν μια τέτοια αντλία και οι οποίοι παρουσίασαν μια σημαντική βελτίωση της καρδιακής τους λειτουργίας, μπορούσαν να αναγεννήσουν κύτταρα του καρδιακού μυός με ρυθμό πάνω από έξι φορές υψηλότερο σε σχέση με τις υγιείς καρδιές.
«Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι μπορεί να υπάρχει ένα κρυφό κλειδί που κινητοποιεί τον μηχανισμό αυτό-επιδιόρθωσης της καρδιάς. Πρόκειται για ένα σημαντικό εύρημα καθώς προσφέρει την ελπίδα ότι η ανάρρωση μετά από ένα καρδιακό επεισόδιο μπορεί με κάποιο τρόπο να ενισχυθεί ακόμη περισσότερο», εξηγεί Δρ Olaf Bergmann, Καθηγητής στο Τμήμα Κυτταρικής και Μοριακής Βιολογίας στο Karolinska Institutet και επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, ο μηχανισμός πίσω από αυτή τη διαδικασία είναι άγνωστος, ούτε υπάρχουν κάποιες πιθανές υποθέσεις που να οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα.
«Με τα υπάρχοντα δεδομένα δεν μπορούμε να βρούμε μια πιθανή εξήγηση για το αποτέλεσμα. Η μελλοντική μας έρευνα θα εστιάσει στη μελέτη αυτής της διαδικασίας, σε κυτταρικό και μοριακό επίπεδο», δήλωσε ο Δρ Bergmann.
Τα ευρήματά αποκαλύπτουν μια σημαντική δυνατότητα αναγέννησης των καρδιομυοκυττάρων στην καρδιακή νόσο, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξης νέων θεραπειών για ασθενείς με σοβαρές καρδιακές παθήσεις. Με αυτόν τον τρόπο, οι ασθενείς δεν θα χρειάζεται να βασίζονται για τη θεραπεία τους – και σε αρκετές περιπτώσεις για την επιβίωσή τους – μόνο σε μεταμοσχεύσεις καρδιάς ή άλλα είδη μακροχρόνιας μηχανικής υποστήριξης.
Πηγή: Circulation, Karolinska Institutet