Μία επαναστατική ανακάλυψη ερευνητών δίνει σημαντικές ελπίδες σε ανθρώπους με σοβαρούς τραυματισμούς στη σπονδυλική στήλη που επί χρόνια είχαν απωλέσει την ικανότητα βάδισης.
Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη
Ειδικότερα, ερευνητές ανέφεραν ότι η σε βάθος εφαρμογή εγκεφαλικής διέγερσης στον πλάγιο υποθάλαμο -σε διαφορετική περιοχή του εγκεφάλου από ό,τι είχε χρησιμοποιηθεί για άλλες παθήσεις- βελτίωσε την ανάκτηση των κινήσεων των κάτω άκρων σε δύο ασθενείς με σοβαρούς τραυματισμούς του νωτιαίου μυελού.
Σύμφωνα με μια έκθεση που δημοσιεύτηκε στο Nature Medicine, η βαθιά εγκεφαλική διέγερση που εφαρμόστηκε στον πλάγιο υποθάλαμο «αύξησε αμέσως το περπάτημα» σε δοκιμές σε ζώα εργαστηρίου και αργότερα σε δοκιμή σε δύο ανθρώπους.
Αυτός ο τύπος διέγερσης έχει χρησιμοποιηθεί για τη θεραπεία της νόσου του Πάρκινσον και άλλων κινητικών διαταραχών, στοχεύοντας σε άλλη περιοχή του εγκεφάλου, αλλά δεν έχει δοκιμαστεί για τραυματισμούς της σπονδυλικής στήλης.
Και στους δύο ασθενείς, ενώ ο νωτιαίος μυελός ήταν κατεστραμμένος, μπορούσε να στείλει σήματα προς ή από τον εγκέφαλο.
«Μόλις το ηλεκτρόδιο τοποθετήθηκε από τους επιστήμονες στη νέα θέση δοκιμής του εγκεφάλου και πραγματοποιήσαμε τη διέγερση, η πρώτη ασθενής είπε αμέσως: “Νιώθω τα πόδια μου!”. Όταν αυξήσαμε τη διέγερση, είπε: “Νιώθω την επιθυμία να περπατήσω!”», εξήγησε η επικεφαλής της μελέτης.
«Αυτή η ανατροφοδότηση σε πραγματικό χρόνο επιβεβαίωσε ότι είχαμε στοχεύσει τη σωστή περιοχή, ακόμα κι αν αυτή η περιοχή δεν είχε ποτέ συσχετιστεί με τον έλεγχο των ποδιών στους ανθρώπους», δήλωσε η επικεφαλής της μελέτης Jocelyne Bloch της Ecole Polytechnique Federale de Lausanne.
«Αυτή τη στιγμή, ήξερα ότι ήμασταν μάρτυρες μιας σημαντικής ανακάλυψης».
Ο δεύτερος ασθενής, ένας 54χρονος που βρισκόταν σε αναπηρικό καροτσάκι από ένα ατύχημα στο σκι από το 2006, είπε ότι αμέσως μετά τη θεραπεία, μπόρεσε να κάνει «δύο βήματα» και «να φτάσει τα πράγματα στα ντουλάπια της κουζίνας».
Και οι δύο ασθενείς είχαν, επίσης, μακροπρόθεσμες βελτιώσεις που παρέμειναν ακόμη και όταν η διέγερση ήταν απενεργοποιημένη, είπαν οι ερευνητές.
Η σχετική δημοσίευση του Nature Medicine είναι διαθέσιμη στον σύνδεσμο: