Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Η κολιστίνη, ένα αντιβιοτικό πρώτης γραμμής για τη θεραπεία απειλητικών για τη ζωή βακτηριακών λοιμώξεων, αντιμετωπίζει μια ανησυχητική αύξηση της μικροβιακής αντοχής παγκοσμίως, αφήνοντας τους γιατρούς με λιγότερες θεραπευτικές επιλογές για απειλητικές για τη ζωή λοιμώξεις.
Η μικροβιακή αντοχή αποτελεί ήδη μια σημαντική κρίση της παγκόσμιας δημόσιας υγείας, προκαλώντας εκατοντάδες χιλιάδες θανάτους ετησίως. Η θεραπεία με κολιστίνη, η οποία εισήχθη στις ΗΠΑ τη δεκαετία του 1950 και αποσύρθηκε τη δεκαετία του 1980 λόγω της τοξικότητάς της, έχει επανεισαχθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της αποτελεσματικότητάς της έναντι λοιμώξεων από πολλαπλή αντοχή σε φάρμακα.
Ωστόσο, η εκτεταμένη χρήση της κολιστίνης στη γεωργία σε ορισμένες χώρες, τόσο για τη θεραπεία των ζώων όσο και για την προώθηση της ανάπτυξης, έχει συμβάλει στην αύξηση των ανθεκτικών βακτηρίων, μερικά από τα οποία φαίνεται τώρα να εισέρχονται στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού τροφίμων.
Παρά το γεγονός ότι ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) κατατάσσει την κολιστίνη ως «αντιβιοτικό υψηλής προτεραιότητας κρίσιμης σημασίας» λόγω του ρόλου της στη θεραπεία των πιο σοβαρών λοιμώξεων, η αντοχής που εμφανίζει σε τροφιμογενή βακτήρια είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, δεδομένου του πόσο εύκολα μπορούν να μεταδοθούν τέτοια γονίδια.
Κινητά γονίδια ανθεκτικά στην κολιστίνη
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Τζόρτζια ανακάλυψαν έναν πιθανό παράγοντα που συμβάλλει στην εξάπλωση βακτηρίων ανθεκτικών στην κολιστίνη: τα εισαγόμενα θαλασσινά. Σε πρόσφατη μελέτη της, η ερευνητική ομάδα ανίχνευσε για πρώτη φορά γονίδια ανθεκτικά στην κολιστίνη σε βακτήρια που βρίσκονται σε εισαγόμενες γαρίδες και χτένια που πωλούνται σε αγορές τροφίμων στην περιοχή της Ατλάντα.
Περίπου το 90% των γαρίδων που καταναλώνονται στις ΗΠΑ είναι εισαγόμενες και, ενώ αυτά τα θαλασσινά προϊόντα υποβάλλονται σε ελέγχους για μολυσματικές ουσίες, η ανίχνευση γονιδίων αντοχής στα αντιμικροβιακά συχνά περνά απαρατήρητη.
Η μελέτη αποκάλυψε ότι ορισμένα από τα βακτήρια που φέρουν αυτά τα ανθεκτικά γονίδια περιέχουν πλασμίδια, τα οποία επιτρέπουν τη μεταφορά των γονιδίων μεταξύ των βακτηρίων. Αυτό καθιστά τα γονίδια εξαιρετικά κινητά και ικανά να εξαπλώνονται γρήγορα σε διαφορετικούς βακτηριακούς πληθυσμούς.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, η ανακάλυψη κινητών γονιδίων ανθεκτικών στην κολιστίνη, τα οποία μπορούν να μεταφερθούν μεταξύ βακτηρίων, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στην κατανόηση της εξάπλωσης της μικροβιακής αντοχής. Οι ερευνητές έχουν πλέον εντοπίσει τουλάχιστον δέκα τέτοια γονίδια, τα οποία μπορούν να μεταφερθούν παγκοσμίως μέσω του εμπορίου τροφίμων. Σε προηγούμενη έρευνα, αυτά τα γονίδια βρέθηκαν σε λύματα και τώρα έχουν συνδεθεί με εισαγόμενα θαλασσινά.
Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, ενώ τα θαλασσινά έχουν πλέον επιβεβαιωθεί ως μία οδός μετάδοσης του γονιδίου αντοχής στην κολιστίνη, είναι εξαιρετικά πιθανό να συμβάλλουν και άλλες πηγές στην ανεξέλεγκτη μικροβιακή αντοχή.
Πηγή: University of Georgia
