Πολλά προβλήματα όρασης, από σοβαρές αιτίες, όπως η Ραγοειδίτιδα, αντιμετωπίζονταν πολύ δύσκολα μέχρι πρόσφατα και το γεγονός αυτό οδηγούσε τους ασθενείς στην απώλεια μέρους της όρασής τους ή και στην τύφλωση. Τα τελευταία χρόνια, τα νέα θεραπευτικά όπλα, κυρίως οι βιολογικοί παράγοντες, αντιμετωπίζουν καλύτερα τη νόσο και έχουν περιορίσει θεαματικά έως και εξαλείψει τελείως τη συνέπεια της τύφλωσης.
Τι είναι η Ραγοειδίτιδα
Η Ραγοειδίτιδα συμπεριλαμβάνει μία ομάδα ασθενειών που χαρακτηρίζονται από φλεγμονή του ραγοειδούς χιτώνα, δηλαδή του μεσαίου στρώματος του οφθαλμού. Τη σοβαρότητα της πάθησης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη όραση ή απώλεια της όρασης αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως, μας αποδεικνύουν οι αριθμοί:
- 5η αιτία τύφλωσης στον ανεπτυγμένο κόσμο
- 15% των ατόμων με τύφλωση, πάσχουν από ραγοειδίτιδα
- 35% των πασχόντων από ραγοειδίτιδα εμφανίζουν σοβαρά προβλήματα όρασης
- 10% των πασχόντων από ραγοειδίτιδα οδηγούνται σε τύφλωση
Πότε εκδηλώνεται
Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί από τη βρεφική ηλικία μέχρι και πολύ μεγάλες ηλικίες, ανεξαρτήτως φύλου. Οι ασθενείς, ωστόσο, είναι κυρίως άτομα ηλικίας 20 έως 65 ετών, που ανήκουν στον ενεργό πληθυσμό, αλλά και παιδιά. Συμφώνα, μάλιστα με εκτιμήσεις, ο επιπολασμός της νόσου σε ευρωπαϊκές χώρες κυμαίνεται περίπου στα 7 άτομα ανά 10.000, ενώ το αντίστοιχο νούμερο για τις ΗΠΑ είναι 20 άτομα ανά 10.000. Στην Ελλάδα, έχουμε περίπου 4.000 νέα περιστατικά κάθε χρόνο.
Πού οφείλεται
Σε ένα ποσοστό σχεδόν 50%, δεν είναι εφικτή η εξακρίβωση της αιτίας για την εμφάνιση της νόσου και χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής ή άγνωστης αιτιολογίας. Υπάρχουν πολλά αίτια, με τα κυριότερα να είναι: τραύμα ή χειρουργική επέμβαση, αυτοάνοσο νόσημα, φαρμακευτική αγωγή ή λοίμωξη. Συνεπώς, η νόσος αποτελεί εκδήλωση ενός συστηματικού νοσήματος ή περιορίζεται αποκλειστικά στο μάτι.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της Ραγοειδίτιδας μπορεί να εμφανιστούν ξαφνικά στο ένα ή και στα δύο μάτια των ασθενών και να επιδεινωθούν ραγδαία, ωστόσο ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να αναπτυχθούν και σταδιακά. Περιλαμβάνουν κυρίως:
- ερυθρότητα
- πόνο στο μάτι
- ευαισθησία στο φως
- θολή ή μειωμένη όραση
- κινούμενες κηλίδες στο οπτικό πεδίο του ασθενούς (floaters)
Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι στα παιδιά, η ραγοειδίτιδα είναι ασυμπτωματική.
Η διάγνωση
Η διάγνωση της ραγοειδίτιδας, γίνεται με συνδυασμό κλινικής εξέτασης και εργαστηριακών ευρημάτων (απεικονιστικών και άλλων μεθόδων). Επειδή, έως και στο 25% των περιπτώσεων, η αιτία είναι κάποια λοίμωξη, το πρώτο που πρέπει αρχικά να διευκρινιστεί είναι αν η ραγοειδίτιδα είναι λοιμώδης ή όχι.
Είναι σημαντικό να επισημανθεί πως, παρά το γεγονός ότι για πολλές περιπτώσεις η αιτία παραμένει άγνωστη, ο ασθενής θα πρέπει να λαμβάνει την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή. Η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία συμβάλουν καταλυτικά στη διατήρηση και βελτίωση της όρασης του ασθενούς.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση
Τόσο η διάγνωση, όσο και η θεραπεία της ραγοειδίτιδας μπορεί να είναι περίπλοκες, καθώς περίπου το ένα τρίτο των ασθενών με μη λοιμώδη αιτιολογία, έχουν επίσης διαγνωστεί με υποκείμενο αυτοάνοσο νόσημα και ενδέχεται οι ίδιοι ασθενείς να παρακολουθούνται παράλληλα από οφθαλμίατρο και ρευματολόγο. «Πολλές φορές ο Οφθαλμίατρος συνεργάζεται με ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, όπως Ρευματολόγοι ή Παιδίατροι, τόσο για την ολοκληρωμένη διάγνωση της νόσου, καθώς ένα σημαντικό ποσοστό των ασθενών παρουσιάζει και άλλα νοσήματα, τα οποία προκαλούν ραγοειδίτιδα, όσο και για τη θεραπεία. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει μειωθεί το ποσοστό των ασθενών που τυφλώνονται εξ αιτίας της ραγοειδίτιδας, τόσο λόγω της καλύτερης συνεργασίας μεταξύ των ιατρών όσο και της χρήσης ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων», επισημαίνει ο κ. Νικόλαος Μαρκομιχελάκης, Οφθαλμίατρος, Επιστημονικός Υπεύθυνος Ινστ. Οφθαλμικής Φλεγμονής & Παθολογίας Οφθαλμού.
Η κορτιζόνη συνιστά τη βασική θεραπεία, στις μη λοιμώδεις μορφές της νόσου. «Η πρώτη επιλογή των Οφθαλμιάτρων, όσον αφορά τη θεραπευτική αντιμετώπιση της νόσου, είναι η κορτιζόνη στη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών, είτε σε τοπική μορφή είτε σε από του στόματος ή ενδοφλέβια μορφή. Όμως, λόγω των πολλών παρενεργειών, η αγωγή με κορτικοστεροειδή δεν μπορεί να συνεχίζεται για πολύ μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα», εξηγεί η κα Σοφία Ανδρούδη, Επίκουρος Καθηγήτρια Οφθαλμολογίας Πανεπιστημίου Θεσσαλίας & Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μελέτης Οφθαλμικών Φλεγμονών & Λοιμώξεων.
Αναφερόμενη στις σοβαρές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες, ανεπιθύμητες ενέργειες της χρήσης κορτιζόνης, όπως είναι το γλαύκωμα, ο καταρράκτης και η οστεοπόρωση, η κα Ανδρούδη προσθέτει: «Επιπλέον, μερικοί ασθενείς δεν ανταποκρίνονται στην κορτιζόνη και χρειάζονται άλλη θεραπεία. Χρησιμοποιούνται τα τελευταίο χρόνια μια σειρά ανοσοτροποποιητικών φαρμάκων που χορηγούνται από του στόματος. Ωστόσο, αν και είναι αποτελεσματικά σε ένα ποσοστό των ασθενών, μερικοί άλλοι ασθενείς εμφανίζουν μη ικανοποιητική ανταπόκριση και επιπλέον η δράση τους μπορεί να αργήσει να εμφανιστεί».
Το adalimumab: ένας θαυματουργός βιολογικός παράγοντας
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ανακοίνωσε πρόσφατα την έγκριση νέας ένδειξης του βιολογικού παράγοντα adalimumab της βιοφαρμακευτικής εταιρείας AbbVie για τη θεραπεία ορισμένων μορφών μη λοιμώδους ραγοειδίτιδας. Το adalimumab στοχεύει και βοηθά στη δέσμευση του παράγοντα TNF-α, μιας συγκεκριμένης αιτίας φλεγμονής, που μπορεί να παίζει ρόλο στη ραγοειδίτιδα.
Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική εξέλιξη στη διαχείριση της νόσου, καθώς το adalimumab είναι πλέον η πρώτη και μοναδική εγκεκριμένη βιολογική θεραπεία για τη μη λοιμώδη ενδιάμεση ραγοειδίτιδα, οπίσθια ραγοειδίτιδα και πανραγοειδίτιδα σε ενήλικες ασθενείς με ανεπαρκή ανταπόκριση στην κορτιζόνη, σε ασθενείς για τους οποίους απαιτείται σταδιακή μείωσή της, καθώς και σε ασθενείς που αντενδείκνυται η θεραπεία με κορτιζόνη.
Το adalimumab, με 18 χρόνια κλινικής εμπειρίας, χορηγείται αυτή τη στιγμή για τη θεραπεία 13 διαφορετικών νοσημάτων σε περισσότερους από 1.000.000 ασθενείς διεθνώς.