Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εξέλιξη για μια διαταραχή που πλήττει περίπου 1 στις 8 γυναίκες μετά τη γέννα.
Η πρώτη θεραπεία σε μορφή χαπιού για την αντιμετώπιση της επιλόχειας κατάθλιψης εγκρίθηκε από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA). Το φάρμακο περιέχει τη δραστική ουσία ζουρανολόνη (zuranolone) και θα διατεθεί με την εμπορική ονομασία Zurzuvae.
Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εξέλιξη για μια διαταραχή που πλήττει περίπου 1 στις 8 γυναίκες μετά τη γέννα. Τα συμπτώματα της επιλόχειας κατάθλιψης μπορούν να εκδηλωθούν σε διάστημα από 24 ώρες μέχρι και 6 μήνες μετά τη γέννηση ενός παιδιού.
Οποιαδήποτε γυναίκα μπορεί παρουσιάσει επιλόχεια κατάθλιψη ωστόσο, ορισμένοι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο. Τέτοιοι παράγοντες είναι το ατομικό ιστορικό κατάθλιψης πριν την εγκυμοσύνη και η απουσία υποστηρικτικού κοινωνικού περιβάλλοντος.
« Η επιλόχειος κατάθλιψη είναι μια σοβαρή και συχνά επικίνδυνη για την ζωή πάθηση. Οι γυναίκες νιώθουν θλίψη και ενοχή και σε σοβαρές περιπτώσεις κάνουν ακόμα και σκέψεις να βλάψουν τον εαυτό τους ή το μωρό τους. Η πρόσβαση σε ένα φάρμακο που λαμβάνεται από το στόμα θα είναι ωφέλιμη επιλογή για πολλές από τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν ακραία και μερικές φορές απειλητικά συναισθήματα » δήλωσε η Dr. Tiffany R. Farchione, διευθύντρια του Τομέα Ψυχιατρικής στο Κέντρο Αξιολόγησης και Έρευνας Φαρμάκων της FDA.
Η επιλόχειος κατάθλιψη αντιμετωπίζεται συνήθως με ψυχοθεραπεία και φάρμακα για τη μείζονα κατάθλιψη. Η μόνη θεραπεία που είχε εγκριθεί ως τώρα για την επιλόχειο κατάθλιψη είναι η ενδοφλέβια μορφή της ουσίας ζουρανολόνης, που χορηγείται πάντα υπό ιατρική επίβλεψη.
Παρενέργειες της νέας θεραπείας
Το χάπι θα πρέπει να λαμβάνεται μία φορά την ημέρα, επί 14 ημέρες, κατά προτίμηση το βράδυ, μαζί με ένα γεύμα που θα περιέχει λιπαρά.
Το φάρμακο ωστόσο μπορεί να προκαλέσει παρενέργειες όπως συχνές αυτοκτονικό ιδεασμό, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, διάρροιες αλλά και υπνηλία, κόπωση και ζάλη. Για το λόγο αυτό οι ασθενείς καλούνται να μην οδηγούν για 12 ώρες μετά τη λήψη του φαρμάκου.
ΠΗΓΗ: fda.gov