Η ActionAid, με αφορμή τη Παγκόσμια Ημέρα Γυναικών στις 8 Μαρτίου, δημοσιεύει νέα έρευνα για τους λόγους για τους οποίους οι γυναίκες δεν καταγγέλλουν τη σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία. Η έρευνα, που φέρει τον τίτλο «Λόγοι υποαναφοράς της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία: Διερεύνηση στο πεδίο», πραγματοποιήθηκε από το Πάντειο Πανεπιστήμιο σε συνεργασία με την ActionAid.
Σκοπός της έρευνας ήταν να διερευνήσει τους λόγους υποαναφοράς του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία. Επιμέρους στόχος της έρευνας είναι η διαμόρφωση προτάσεων για την ενδυνάμωση και ευκολότερη πρόσβαση των εργαζόμενων σε υπηρεσίες συμβουλευτικής και διαμεσολάβησης προκειμένου να καταγγείλουν/αναφέρουν τα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία.
Η έρευνα διενεργήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Safe at Work και αφορμή για την υλοποίησή της αποτέλεσε η εμπειρία που προέκυψε από την υπηρεσία Speak Out της ActionAid, η οποία λειτούργησε στο πλαίσιο του ίδιου προγράμματος.
Η υπηρεσία Speak Out προσφέρθηκε σε μορφή on line πλατφόρμας για την υποδοχή καταγγελιών γυναικών που έχουν υποστεί σεξουαλικη παρενόχληση στο χώρο εργασίας. Ύστερα από επικοινωνία με την πλατφόρμα, η νομική ομάδα επικοινωνούσε με την καταγγέλουσα και εφόσον η ίδια το επιθυμούσε, μπορούσε να συμμετάσχει σε συνεδρίες εξ αποστάσεως, με νομική συμβουλευτική. Επίσης, δινόταν η δυνατότητα για δωρεάν διαμεσολάβηση ή εκπροσώπηση της υπόθεσης ενώπιον της δικαιοσύνης. Από την αρχή της λειτουργίας της (Ιανουάριος 2022) η πλατφόρμα δέχτηκε περίπου 100 καταγγελίες από τις οποίες οι περισσότερες συνιστούσαν περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης, ωστόσο μόνο μία ακολούθησε την νομική οδό.
Στο πλαίσιο της ίδιας έρευνας κρίθηκε σημαντικό να εξεταστεί ο αντίκτυπος που είχαν η κύρωση της Σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας από τη χώρα μας με το νόμο 4808/20212 και η ανάδυση του ελληνικού MeToo αναφορικά με τις καταγγελίες σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο της εργασίας.
Οι βασικές θεματικές των ερωτήσεων ήταν:
– Οι λόγοι υποκαταγραφής και υποκαταγγελίας της σεξουαλικής αρvησης στην εργασία.
– Αν μετά από γεγονότα όπως το #MeToo και την υπογραφή της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας 190 αυξήθηκαν οι καταγγελίες.
Όπως προέκυψε από την έρευνα, οι βασικοί λόγοι υποκαταγγελίας – υποκαταγραφής είναι:
– Φόβος των αντιποίνων: Παρόλο που σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν.4808/2021 απαγορεύονται τα αντίποινα σε βάρος του θιγόμενου προσώπου, ο πιο συχνός λόγος σύμφωνα με τις συνεντεύξεις, για τον οποίο οι γυναίκες δεν καταγγέλλουν, και σε πολλές περιπτώσεις δεν αναφέρουν καν, την εμπειρία σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία τους, είναι ο φόβος των αντιποίνων, εντός και εκτός θεσμικού πλαισίου. Σε πολλές συνεντεύξεις αναφέρθηκε ως αντίποινο η αντιμήνυση στην καταγγέλλουσα για συκοφαντική δυσφήμιση εκ μέρους του καταγγελλόμενου.
Για εργαζόμενες στον ιδιωτικό τομέα, αποτρεπτικός παράγοντας είναι ο κίνδυνος απώλειας της εργασίας τους, ειδικότερα αν ο καταγγελλόμενος είναι σε ιεραρχικά ανώτερες θέσεις. Πιθανά άλλα αντίποινα είναι η δημιουργία αρνητικού κλίματος απέναντι στην καταγγέλλουσα, η ηθική παρενόχληση από καταγγελλόμενο και συναδέλφους/συναδέλφισσες και γενικότερη η στοχοποίηση της από το επαγγελματικό της περιβάλλον.
Για εργαζόμενες στον δημόσιο τομέα, αν από την σχέση εργασίας δεν προκύπτει δυνατότητα απόλυσης, πιθανά αντίποινα είναι η αρνητική αξιολόγηση, η αφαίρεση καθηκόντων, η καθυστέρηση στις διαδικασίες εξέλιξής της και οι δυσμενείς μεταθέσεις. Αντίστοιχα, υπάρχει ο φόβος για στοχοποίηση και δημιουργία εχθρικού περιβάλλοντος από συναδέλφους.
– Στιγματισμός και Επαναθυματοποίηση: Όπως ανέφεραν οι περισσότερες συμμετέχουσες ο στιγματισμός που ακολουθεί τις γυναίκες μετά από καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης είναι ένας ακόμη σημαντικός αποτρεπτικός παράγοντας. Είναι κυρίαρχες οι κοινωνικές πεποιθήσεις που αποδίδουν ευθύνη στην καταγγέλλουσα. Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται πολλές φορές με καχυποψία, είτε για τα κίνητρα τους είτε για την ορθή τους κρίση, σχετικά με το ότι η συμπεριφορά που κατήγγειλαν συνιστά πράγματι σεξουαλική παρενόχληση.
– Πολυπλοκότητα διαδικασιών καταγγελιών: Ο Ν. 4808/2021 περιλαμβάνει στα μέτρα για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας και της παρενόχλησης την ανεμπόδιστη παραλαβή, διερεύνηση και διαχείριση καταγγελιών. Από την εμπειρία των ερωτώμενων προκύπτει ότι σημαντικός αποθαρρυντικός παράγοντας για την καταγγελία αποτελεί η ίδια η διαδικασία καταγγελιών. Σε πολλές περιπτώσεις όταν οι γυναίκες γνωστοποιούν στην διοίκηση κάποια σεξουαλικά παρενοχλητική συμπεριφορά, ενθαρρύνονται να μην προχωρήσουν σε καταγγελία και να διευθετηθεί το θέμα εσωτερικά. Σε άλλες περιπτώσεις η εργαζόμενη μπορεί να έρθει σε ιδιωτική συμφωνία με το θύτη και να αποσύρει την καταγγελία, χωρίς ωστόσο να υφίσταται σε αυτή την περίπτωση έλεγχος για το αν ασκήθηκαν πιέσεις απέναντι στο θύμα ή εάν ο θύτης συμμορφώθηκε.
Σημαντικά εμπόδια στις διαδικασίες είναι επίσης:
-Το χρονικό διάστημα παραγραφής του αδικήματος. Οι τρεις μήνες είναι ένα μικρό διάστημα για μία γυναίκα να συνειδητοποιήσει το αδίκημα και να κινήσει τις νομικές διαδικασίες.
-H δυσκολία προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων και μαρτύρων. Οι σεξουαλικά παρενοχλητικές συμπεριφορές συνήθως συμβαίνουν ιδιωτικά χωρίς παρουσία τρίτων, ενώ ακόμα και αν υπάρχουν μάρτυρες δύσκολα καταθέτουν αν συνεχίζουν να εργάζονται στον χώρο εργασίας. Επιπλέον, ακόμη και αν υφίστανται περισσότερα θύματα σε ένα χώρο, δύσκολα παίρνουν απόφαση να κινηθούν κατά του θύτη λόγω του φόβου αντιποίνων που προαναφέρθηκαν.
Επιπλέον, πολλές εργαζόμενες δεν επιθυμούν να προχωρήσουν σε καταγγελία αφότου μάθουν ότι:
-Οι καταδίκες στις υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης που έφτασαν στα δικαστήρια είναι λίγες.
-Οι ποινές που προβλέπονται για τους καταγγελλόμενους ακόμη και αν καταδικαστούν είναι πολύ ελαφριές.
– Θα χρειαστεί ενδεχομένως να επαναλάβουν πολλές φορές την διήγηση των περιστατικών που μπορεί να οδηγήσει στην αναβίωση του τραύματος.
Αν τελικά η καταγγέλλουσα αποφασίσει να κινηθεί νομικά έχει να αντιμετωπίσει επίσης το οικονομικό κόστος, και το μεγάλο χρονικό διάστημα μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής της σε συνδυασμό με την δυσκολία εξεύρεσης νέας εργασίας.
– Έλλειψη πληροφόρησης και ευαισθητοποίησης: Από τις μαρτυρίες των ερωτώμενων προέκυψε ότι υπάρχουν σημαντικά κενά πληροφόρησης γύρω από την σεξουαλική παρενόχληση γενικά και στην εργασία ειδικότερα. Πολλές εργαζόμενες δεν διακρίνουν ότι η συμπεριφορά που υφίστανται είναι παρενοχλητική. Πολλές επίσης δεν γνωρίζουν τα δικαιώματά τους και την προστασία που τους προσφέρει το νομικό πλαίσιο.
Αρκετές φορές οι ίδιοι οι θύτες δεν αντιλαμβάνονται ότι η συμπεριφορά τους είναι κακοποιητική, παράνομη και επιβλαβής. Το έλλειμα ενημέρωσης φυσικά επηρεάζει και την συμπεριφορά των μαρτύρων/παρευρισκόμενων, με αποτέλεσμα κάποιοι να μην ξέρουν να αναγνωρίσουν τη σεξουαλική παρενόχληση, τις συνέπειες της και τον τρόπο να επέμβουν προκειμένου να βοηθήσουν στον τερματισμό της.
– Οι γυναίκες δεν έχουν το κατάλληλο υποστηρικτικό περιβάλλον: Πέρα από το εργασιακό, το ευρύτερο κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον των καταγγελουσών είναι πιθανό να μην τις υποστηρίξει. Αυτή η έλλειψη υποστήριξης αλλά και εμπιστοσύνης στους θεσμούς είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες που οδηγούν τις γυναίκες είτε να μην καταγγέλλουν είτε ακόμη και να ανακαλούν καταγγελίες.
Η επίδραση του ελληνικού #MeToo και της Κύρωσης της Σύμβασης 190
Από την έρευνα προέκυψε ότι, ενώ το #MeToo είχε γενικότερα θετική επιρροή ως προς την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση ενός μέρους της κοινωνίας για το θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία, η επιρροή του ωστόσο δεν συνδέεται με αύξηση του αριθμό των καταγγελιών.
Αντίστοιχα, η κύρωση της Σύμβασης 190 βελτίωσε το υπάρχον νομικό οπλοστάσιο, έδωσε τη δυνατότητα σε φορείς, επιχειρήσεις και εργαζόμενους/ες, ΜΚΟ, νομικούς και δικαστικούς να μπορούν να προσδιορίζουν το φαινόμενο και τις σχετικές διαδικασίες καταγγελιών, αλλά η επίδραση του Νόμου δεν αποτυπώθηκε ούτε στον αριθμό των καταγγελιών ούτε των δικαστικών αποφάσεων μέχρι στιγμής.
Αναλυτικά η έρευνα της ActionAid: tinyurl.com/bdd9ynmc