Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Τα ρευματικά νοσήματα – που είναι περισσότερα από 200 – αναφέρονται στις αυτοάνοσες και φλεγμονώδεις παθήσεις του συνδετικού ιστού και του μυοσκελετικού συστήματος, που έχουν ως κύριες κλινικές εκδηλώσεις τον πόνο, το πρήξιμο και την περιορισμένη κίνηση στις αρθρώσεις, τους τένοντες, τους συνδέσμους, τα οστά, τους μύες, καθώς σε άλλα όργανα ή συστήματα του σώματος.
Οι περισσότερες ρευματικές παθήσεις προκαλούνται όταν το ανοσοποιητικό σύστημα σταματά να λειτουργεί σωστά και επιτίθεται λανθασμένα στους ίδιους τους ιστούς του σώματος. Όταν πρωτοεμφανίζονται σε ασθενείς κάτω των 18 ετών, ονομάζονται Νεανικά Ρευματικά Νοσήματα.
Εκτιμάται ότι περίπου το 25% του πληθυσμού των αναπτυγμένων χωρών σε κάποια στιγμή της ζωής τους προσβάλλεται από ρευματικές παθήσεις . Στην Ελλάδα, περίπου 3.000.000 άτομα πάσχουν από κάποιας μορφής ρευματικής πάθησης. Το φύλο αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου καθώς οι ρευματικές παθήσεις συνήθως επηρεάζουν τις γυναίκες συχνότερα από τους άνδρες.
Τα πιο συχνά ρευματικά νοσήματα είναι η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η οστεοαρθρίτιδα, η αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η σκληροδερμία, η ψωριασική αρθρίτιδα και η ινομυαλγία.
Οι ρευματικές παθήσεις επηρεάζουν την ποιότητα της ζωής, μειώνουν τη φυσική δραστηριότητα περισσότερο από το σακχαρώδη διαβήτη, τον καρκίνο και τα καρδιαγγειακά νοσήματα, περιορίζουν τις κοινωνικές συναναστροφές, προκαλούν αναπηρία και μειώνουν το προσδόκιμο της ζωής.
Διάγνωση και θεραπεία των ρευματικών παθήσεων
Στις περισσότερες περιπτώσεις των ρευματικών παθήσεων η αιτιολογία παραμένει άγνωστη. Η διάγνωσή τους γίνεται από ειδικό ρευματολόγο μετά από εκτίμηση του ιατρικού ιστορικού, την κλινική εξέταση και την εκτίμηση των εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων.
Τα ρευματικά νοσήματα αποτελούν χρόνιες παθήσεις που χρειάζονται διαρκή φροντίδα και παρακολούθηση. Αν και η ιατρική έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο, δεν υπάρχει πάντα οριστική ίαση.
Ωστόσο, η έγκαιρη διάγνωση και οι σύγχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις μπορούν να μειώσουν τα συμπτώματα, να περιορίσουν τον κίνδυνο για μόνιμες βλάβες στις αρθρώσεις και στα υπόλοιπα συστήματα του σώματος και να βοηθήσουν τους ασθενείς να διατηρήσουν μια καλή ποιότητα ζωής.
Είναι εφικτή η πρόληψη των ρευματικών παθήσεων;
Τα ρευματικά νοσήματα δεν έχουν συγκεκριμένους αιτιολογικούς παράγοντες, που η τροποποίηση τους θα περιόριζε ή θα αναχαίτιζε την εμφάνιση τους.

Όπως εξηγεί ο Ρευματολόγος Σπύρος Νίκας, «η ανάπτυξη ενός ρευματικού νοσήματος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, εκ των οποίων οι πιο σημαντικοί είναι οι γενετικοί (πχ HLA) β), οι περιβαλλοντικοί (πχ λοιμώξεις όπως EBV), το στρες και οι γενετικές ορμόνες (πιο συχνά στο γυναικείο φύλο).
Δυστυχώς τίποτα από τα παραπάνω ΔΕΝ είμαστε σε θέση να τροποποιήσουμε. Το γενετικό μας υπόστρωμα και το φύλο είναι δεδομένα, η έκθεση σε λοιμώξεις αναπόφευκτη και το στρες… μέρος της ζωής μας.
Αυτό που προτείνουμε στους “υποψήφιους” ασθενείς μας είναι να μείνουν ΟΣΟ το δυνατό πιο υγιείς γίνεται. ΑΝ τελικά αναπτυχθεί κάποιο ρευματικό νόσημα, η πορεία του θα είναι πιο ΗΠΙΑ εφόσον δεν υπάρχουν συνοσηρότητες.
Τα μέτρα πρόληψης περιλαμβάνουν:
• Ισορροπημένη διατροφή: σε μικρό βαθμό υπάρχει φλεγμονώδης δίαιτα (πχ το αλάτι ή το κρέας).
• Έλεγχο σωματικού βάρους: τα υπέρβαρα άτομα έχουν χειρότερη κλινική πορεία και πιο ανθεκτική νόσο, λιπώδες ήπαρ.
• Τακτική άσκηση.
• Αποφυγή καπνίσματος: συνδέεται με χειρότερη κλινική πορεία και επαγωγή anti-CCP.
• Αποφυγή αλκοόλ.
• Ειδικά σε ασθενείς με ΑΝΑ, συνιστούμε και αποφυγή υπερβολικής έκθεσης στον ήλιο (επαγωγή υποκλινικών μορφών σε συστηματικό ερυθηματώδη λύκο – ΣΕΛ).
• Σε άτομα υψηλού κινδύνου για ρευματοειδή αρθρίτιδα, σε κλινικές δοκιμές έχουν δοκιμασθεί μεθοτρεξάτη ή βιολογικοί παράγοντες (rituximab ,abatacept), που δυστυχώς μόνο καθυστέρησαν την ανάπτυξη του νοσήματος .
Τα παραπάνω προληπτικά μέτρα είναι ότι καλύτερο μπορεί κάποιος με υποκλινικό ρευματικό νόσημα να προσφέρει στον εαυτό του».
