Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη
Η δυνατότητα των πολιτών να αξιολογούν τις υπηρεσίες υγείας που λαμβάνουν από τα δημόσια νοσοκομεία ξεκίνησε από χθες, 14 Ιουλίου 2025, σηματοδοτώντας μια νέα σελίδα στην αμφίδρομη σχέση εμπιστοσύνης κράτους και ασθενούς. Η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) καλωσορίζει αυτή την εξέλιξη, με τον πρόεδρο της, Μιχάλη Γιαννάκο, να σημειώνει ότι πρόκειται για μια θετική πρωτοβουλία που μπορεί να αναδείξει τόσο τις χρόνιες παθογένειες του ΕΣΥ όσο και την υπεράνθρωπη προσπάθεια των υγειονομικών να κρατήσουν όρθιο το σύστημα.
Μια αναγκαία αποτύπωση της πραγματικότητας στα δημόσια νοσοκομεία – και των ορίων αντοχής του προσωπικού
Όπως επισημαίνει, η διαδικασία αξιολόγησης από τους ίδιους τους χρήστες των υπηρεσιών θα φέρει στην επιφάνεια αληθινές εμπειρίες: από την εξαντλητική αναμονή στα ΤΕΠ και τη νοσηλεία σε ράντζα, μέχρι τα θεσμικά και λειτουργικά κενά στην πρωτοβάθμια φροντίδα. Αυτή η αποτύπωση, όμως, δεν πρέπει να γίνει άλλοθι μετακύλισης ευθυνών στο εξουθενωμένο προσωπικό των νοσοκομείων.
Η αποτυχία της πρωτοβάθμιας φροντίδας στρέφει τα πλήθη στα εφημερεύοντα
Η τραγική κατάσταση που επικρατεί στα επείγοντα των νοσοκομείων δεν οφείλεται σε οργανωτική ανεπάρκεια, αλλά κυρίως στην έλλειψη προσβάσιμης και λειτουργικής πρωτοβάθμιας περίθαλψης. Η κατάρρευση του θεσμού του οικογενειακού γιατρού, η υποστελέχωση των μονάδων ΠΦΥ, και το γεγονός ότι πολλοί πολίτες πλέον πληρώνουν από την τσέπη τους για μια απλή επίσκεψη, οδηγούν μαζικά τον πληθυσμό στα ΤΕΠ.
Τα στατιστικά μιλούν από μόνα τους: στα μεγάλα εφημερεύοντα νοσοκομεία της Αττικής και της Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια μιας εφημερίας εξετάζονται πάνω από 1.000 ασθενείς, εκ των οποίων λιγότεροι από 200 εισάγονται. Το 80% των περιστατικών δεν απαιτεί νοσηλεία και θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί στην πρωτοβάθμια. Όμως το σύστημα δεν παρέχει άλλη εναλλακτική.
ΤΕΠ χωρίς γιατρούς και προσωπικό – ράντζα και ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις
Ακόμη και στα νοσοκομεία που διαθέτουν αυτόνομα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών, οι θέσεις παραμένουν ακάλυπτες από γιατρούς επειγόντων, με αποτέλεσμα την επιστράτευση γιατρών των κλινικών. Οι προσλήψεις τραυματιοφορέων μέσω προγραμμάτων της ΔΥΠΑ και η ανανέωση συμβάσεων συμβάλλουν μεν, αλλά δεν καλύπτουν τις τεράστιες ανάγκες.
Σοβαρό πρόβλημα αποτελεί επίσης η νοσηλεία ασθενών σε ράντζα ή στη λεγόμενη “διασπορά”, δηλαδή παθολογικά περιστατικά που καταλήγουν σε χειρουργικές κλινικές λόγω έλλειψης κλινών. Αυτή η πρακτική εκθέτει τους ασθενείς σε υψηλό κίνδυνο ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, με ποσοστά που ξεπερνούν τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Όπως καταγγέλλει η ΠΟΕΔΗΝ, τα νοσοκομεία δεν ευθύνονται για τα ράντζα – είναι αποτέλεσμα της υποστελέχωσης των περιφερειακών νοσοκομείων, που δεν μπορούν να εξυπηρετήσουν τους κατοίκους τους, στέλνοντάς τους στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Κενές θέσεις, άγονοι διαγωνισμοί και προσωπικό σε εξάντληση
Η Ελλάδα διαθέτει λιγότερες νοσοκομειακές κλίνες ανά 1.000 κατοίκους (3,5) σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (5,3), και παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να στελεχώσει ούτε αυτές. Χαμηλοί μισθοί, έλλειψη κινήτρων, αδυναμία μονιμοποίησης, εξουθενωτικά ωράρια και μη ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα έχουν οδηγήσει τις προκηρύξεις σε επαναλαμβανόμενες αποτυχίες.
Η ΠΟΕΔΗΝ επισημαίνει επίσης ότι το προσωπικό δεν μπορεί να στηρίξει το μέτρο των απογευματινών χειρουργείων λόγω κόπωσης. Παρότι οι δωρεάν απογευματινές επεμβάσεις αποτελούν «ανάσα» για τους ασθενείς, η μόνη ουσιαστική λύση είναι οι προσλήψεις αναισθησιολόγων και νοσηλευτών ώστε να ανοίξουν οι 400 χειρουργικές αίθουσες που παραμένουν κλειστές.
Παρακάμπτοντας τις λίστες – Επανεγγραφή με… τιμωρία
Αποκαλυπτικό είναι και το παράδειγμα με τις λίστες αναμονής: ασθενείς που περίμεναν δύο χρόνια για επέμβαση, ερωτώνται εάν δέχονται να χειρουργηθούν στον ιδιωτικό τομέα μέσω Ταμείου Ανάκαμψης. Αν αρνηθούν, διαγράφονται και επανεγγράφονται ως νέες περιπτώσεις, χάνοντας την προτεραιότητά τους. Τι να απαντήσει ένας τέτοιος πολίτης στην αξιολόγηση; Ή ένας άλλος που κλείνει ραντεβού για απλή διαγνωστική εξέταση έξι μήνες μετά;
Η διάγνωση είναι γνωστή – η θεραπεία επίσης
Όπως υπογραμμίζει ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, τα προβλήματα του ΕΣΥ δεν είναι άγνωστα και ούτε είναι άλυτα. Η λύση συνοψίζεται σε μία φράση: Χρηματοδότηση και στελέχωση με κίνητρα.
Η Ελλάδα σήμερα δαπανά μόλις 5,5% του ΑΕΠ της για τη δημόσια υγεία, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ ανέρχεται σε 7,5%. Χωρίς αύξηση των δαπανών, κανένα σχέδιο – όσο φιλόδοξο κι αν είναι – δεν θα αποδώσει.
Και βεβαίως, αν μέσα από την αξιολόγηση προκύψουν καταγγελίες για πλημμελή φροντίδα ή αστοχίες του προσωπικού, αυτές πρέπει να διερευνηθούν. Όμως δεν μπορεί η γενικευμένη κόπωση και η θεσμική υποστελέχωση να μετατραπεί σε επιχείρημα ενοχοποίησης των ίδιων των ανθρώπων που σηκώνουν το βάρος ενός αποψιλωμένου συστήματος.
Η αξιολόγηση από τους ασθενείς είναι ένα βήμα προς τη διαφάνεια, υπό τον όρο ότι θα συνοδευτεί από πολιτική βούληση για αλλαγή και όχι από αποποίηση ευθυνών. Το ΕΣΥ χρειάζεται επανεκκίνηση, με στήριξη, όχι μόνο σε λέξεις, αλλά σε πόρους, ανθρώπους και πολιτικές πράξεις.
