Τα Αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) εκπέμπουν σήμα κινδύνου λόγω της ραγδαίας αύξησης των λοιμώξεων από επικίνδυνα βακτήρια, τα οποία είναι ανθεκτικά σε μερικά από τα ισχυρότερα αντιβιοτικά που διαθέτει σήμερα η ιατρική.
Σε έκθεση που δημοσιοποιήθηκε την Τρίτη, οι επιστήμονες των CDC αναφέρουν ότι, την περίοδο 2019 έως 2023, καταγράφηκε αύξηση έως και 461% στο ποσοστό λοιμώξεων από συγκεκριμένα βακτήρια του γένους Enterobacterales, τα οποία παρουσιάζουν αντοχή στις καρβαπενέμες – μια ισχυρή κατηγορία αντιβιοτικών που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία πολύ ανθεκτικών βακτηριακών λοιμώξεων, όπως η πνευμονία, οι λοιμώξεις του αίματος, των οστών και του ουροποιητικού.
Αυτά τα ανθεκτικά στελέχη (CRE) θεωρούνται ιδιαίτερα δύσκολα στη θεραπεία — ενώ μπορούν να αποβούν και θανατηφόρα. Μόνο το 2020, οι CRE λοιμώξεις προκάλεσαν περίπου 12.700 κρούσματα και 1.100 θανάτους στις ΗΠΑ. Ο πρώην διευθυντής του CDC, Tom Frieden, είχε αποκαλέσει τα CRE «βακτήρια-εφιάλτη».
Παρότι οι λοιμώξεις CRE θεωρούνται ακόμη σχετικά σπάνιες και εμφανίζονται κυρίως σε νοσοκομειακό περιβάλλον, η κατακόρυφη αύξηση που καταγράφει η μελέτη προκαλεί σοβαρή ανησυχία.
«Ήταν σοκαριστικό να δούμε πόσο μεγάλη είναι η αύξηση», δηλώνει η Danielle Rankin, συγγραφέας της μελέτης και επιδημιολόγος στο Τμήμα Προώθησης Ποιότητας Φροντίδας Υγείας του CDC.
«Το πιο σημαντικό για εμάς είναι να κατανοήσουμε πού εμφανίζονται αυτές οι λοιμώξεις, ώστε να προλάβουμε την εξάπλωσή τους εκτός των μονάδων υγείας και μέσα στην κοινότητα, όπου θα είναι ακόμα πιο δύσκολη η αντιμετώπισή τους».
Τι έδειξε η έρευνα;
Το γένος Enterobacterales περιλαμβάνει πολλά κοινά παθογόνα, όπως Escherichia coli και Klebsiella pneumoniae. Ένα βακτήριο μπορεί να εξελιχθεί σε CRE αποκτώντας γονίδια ανθεκτικότητας, που του επιτρέπουν να παράγει ένζυμα όπως οι καρβαπενεμάσες, οι οποίες αδρανοποιούν τις καρβαπενέμες.
Η έρευνα ανέλυσε δεδομένα από 29 πολιτείες των ΗΠΑ, στις οποίες τα νοσοκομεία υποχρεούνται να αναφέρουν περιπτώσεις CRE και να αποστέλλουν δείγματα στα τοπικά Κέντρα Δημόσιας Υγείας. Οι ερευνητές εξέτασαν την εξέλιξη του ποσοστού λοιμώξεων CRE και τη συχνότητα εμφάνισης πέντε διαφορετικών γονιδίων που παράγουν καρβαπενεμάσες.
Συνολικά, από το 2019 έως το 2023, διαπιστώθηκε αύξηση 69% στις λοιμώξεις από CRE που φέρουν αυτά τα γονίδια — με αύξηση να καταγράφεται σε όλες τις περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το πιο ανησυχητικό στέλεχος
Το NDM (New Delhi metallo-β-lactamase) είναι ένα ένζυμο που καθιστά τα βακτήρια σχεδόν απόλυτα ανθεκτικά στις καρβαπενέμες. Οι λοιμώξεις από τέτοια στελέχη (NDM-CRE) παρουσίασαν αύξηση 461% — τη μεγαλύτερη από όλες τις υποκατηγορίες.
Τα NDM-CRE μεταδίδονται εύκολα σε δομές υγειονομικής περίθαλψης, μέσω ιατρικού εξοπλισμού, όπως αναπνευστήρες και φλεβοκαθετήρες. Οι ασθενείς που νοσηλεύονται είναι αυτή τη στιγμή οι πιο εκτεθειμένοι, όμως η Rankin προειδοποιεί ότι αυτά τα βακτήρια ενδέχεται να εξαπλωθούν και στον γενικό πληθυσμό.
«Τα αντιβιοτικά που είναι αποτελεσματικά ενάντια στα NDM-CRE χορηγούνται μόνο ενδοφλέβια. Δεν υπάρχουν διαθέσιμες από του στόματος θεραπείες, και αυτό μας ανησυχεί ιδιαίτερα», εξηγεί.
«Αν αυτή η ανθεκτικότητα εξαπλωθεί στην κοινότητα, τότε ακόμη και συνηθισμένες λοιμώξεις – όπως οι ουρολοιμώξεις – που μέχρι σήμερα θεραπεύονταν εύκολα, θα χρειάζονται νοσηλεία και χορήγηση αντιβιοτικών ενδοφλέβια».
Η Rankin τονίζει επίσης ότι το NDM-CRE αποτελεί μέρος της ευρύτερης κρίσης της μικροβιακής αντοχής.
«Αυτά τα γονίδια μεταδίδουν αντοχή σε διάφορα είδη βακτηρίων», σημειώνει, επιδεινώνοντας το πρόβλημα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Τι προκαλεί την αύξηση;
Οι επιστήμονες του CDC συνεχίζουν να ερευνούν τις αιτίες, ωστόσο επισημαίνουν αρκετούς πιθανούς παράγοντες:
- Κακή υγιεινή των χεριών από το προσωπικό υγείας
- Ελλιπής απολύμανση ιατρικού εξοπλισμού
- Ανεπαρκής έλεγχος και τεστ για την ανίχνευση των βακτηρίων
- Καθυστέρηση στη διάγνωση και επομένως καθυστερημένη θεραπεία, που επιτρέπει τη μετάδοση από ασθενή σε ασθενή
«Αν δεν εντοπιστούν έγκαιρα τα NDM-CRE, καθυστερεί τόσο η έναρξη της κατάλληλης θεραπείας όσο και τα μέτρα πρόληψης μετάδοσης — γεγονός που αυξάνει τον κίνδυνο εξάπλωσης», τονίζει η Rankin.
Η ελπίδα των ειδικών είναι ότι η μελέτη αυτή θα αναδείξει τη σημασία της εξειδικευμένης διαγνωστικής τεχνολογίας, ώστε να εντοπίζονται άμεσα τα ανθεκτικά στελέχη και να μπορούν οι επαγγελματίες υγείας να προσφέρουν έγκαιρη και σωτήρια θεραπεία.
ΠΗΓΗ: scientificamerican
