Μία τεράστια πρόκληση έχει απέναντι του το Υπουργείο Υγείας ώστε να έχει τα βέλτιστα αποτελέσματα το πρόγραμμα πρόληψης του καρκίνου του παχέος εντέρου, που εδώ και ένα χρόνο εφαρμόζει και το οποίο απέσπασε πολύ θετικά σχόλια από όλους τους συμμετέχοντες στο στρογγυλό τραπέζι που διοργάνωσε το DailyPharmaNews τη Δευτέρα 13 Οκτωβρίου στο ξενοδοχείο Athenaeum Intercontinental στην Αθήνα, με την ευγενική χορηγία της Amgen και της Vnet Pharma με θέμα «To ταξίδι του ασθενούς με καρκίνο του Παχέος Εντέρου, στο ΕΣΥ»: Τεράστια πρόκληση αλλά και στοίχημα, που έχει να κάνει με τη συνέχεια του προγράμματος αλλά και την παρακολούθηση της εξέλιξής του και τις σωστές παρεμβάσεις ώστε να καλυφθούν τα όποια κενά υπάρχουν ώστε το πρόγραμμα να έχει τα βέλτιστα αποτελέσματα.
Αυτό προφανώς δεν θα είναι εύκολο καθώς, όπως αναφέρθηκε χαρακτηριστικά κατά τη συζήτηση του θέματος από τους εκλεκτούς καλεσμένους, το πρόγραμμα ήρθε να εφαρμοστεί σε μία χώρα που πριν δεν είχε κάνει ξανά απόπειρα προσυμπτωματικού, συστηματικού ελέγχου για σοβαρά νοσήματα που αγγίζουν μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού.
Η φάση της εφαρμογής του προγράμματος «Προλαμβάνω» ήταν μία καταιγίδα ανέφερε ο κ. Κώστας Αθανασάκης, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης Τεχνολογιών Υγείας, Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Π.Α.Δ.Α. ο οποίος τόνισε ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε να αλλάξουμε ένα πρόγραμμα «εν πτήσει», καθώς αυτό εξελίσσεται.
Κι αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που το DailyPharmaNews διοργάνωσε αυτό το στρογγυλό τραπέζι. Για να καταγραφούν τα αποτελέσματα αλλά και οι αδυναμίες, τα προβλήματά του καινούργιου για τα ελληνικά δεδομένα αυτού εγχειρήματος.

Σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα του προγράμματος σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε η κ. Χριστίνα – Μαρία Κράββαρη, Γενική Γραμματέας Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας, από τον Οκτώβριο του 2024 που ξεκίνησε το συγκεκριμένο πρόγραμμα πρόληψης για την πρόληψη του καρκίνου του παχέος εντέρου έχουν διενεργηθεί 900.000 τεστ που παρέλαβαν πολίτες από τα φαρμακεία όλης της χώρας, ενώ έχουν καταγραφεί 35.000 τεστ με θετικό αποτέλεσμα και 327.087 με αρνητικό αποτέλεσμα. Συνολικά έχουν γίνει 16.241 κολονοσκοπήσεις και 14.000 βιοψίες μέσα από τις οποίες, όπως είπε, εντοπίστηκαν σε αρκετές χιλιάδες ανθρώπους προκαρκινικές αλλοιώσεις.

Ένα θέμα που δεν απαντήθηκε στη σχετική ερώτηση που έκανε προς την κ. Κράββαρη ο κ. Γεώργιος Παπαθεοδωρίδης, Καθηγητής Παθολογίας-Γαστρεντερολογίας Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Γαστρεντερολογικής Εταιρίας είναι πόσες τελικά από τις 14.000 βιοψίες ήταν θετικές σε καρκίνο, ένας δηλαδή πιο ακριβής αριθμός.
Για τον Καθηγητή η πρωτοβουλία να ενταχθεί στο πρόγραμμα «Προλαμβάνω» και ο καρκίνος του παχέος εντέρου που είναι ένας καρκίνος που σε μεγάλο βαθμό μπορεί να προληφθεί ήταν ένα «πολύ θετικό βήμα και μόνο θετικά λόγια μπορώ να πω για τη σκέψη και την αρχική υλοποίηση του Υπουργείου». Υπάρχει ωστόσο, όπως επισήμανε πρόβλημα στην παρακολούθησή του. «Το ότι φτιάχνουμε ένα πρόγραμμα πρέπει να το κάνουμε έτσι ώστε να δουλεύει πάντα καλά. Πρέπει να το παρακολουθούμε, να το βελτιώνουμε και να παρακολουθούμε τις αποδόσεις του». Ωστόσο τόνισε, πως ένα από τα θέματα που αντιμετωπίζει πάγια το ελληνικό δημόσιο και δη το Υπουργείο Υγείας, από την εμπειρία του με τη συμμετοχή του σε πολλά προγράμματα, έχει να κάνει με την παρακολούθηση. Άλλο ένα θέμα που εντοπίστηκε από τον κ. Παπαθεοδωρίδη έχει να κάνει με τη δυσκολία στη χρήση του τεστ που αντιμετώπισαν κάποιοι πολίτες. Τόνισε επίσης την ανάγκη τα αποτελέσματα αυτά να δημοσιοποιούνται ώστε να μπορούν να τα παρακολουθούν όλοι οι ενδιαφερόμενοι καθώς βοηθούν και στην ανατροφοδότηση του προγράμματος. Πάντα σε σχέση με τα στοιχεία, τόνισε το γεγονός ότι δεν υπάρχει πλήρης καταγραφή των αρνητικών αποτελεσμάτων, εφόσον δεν ήταν υποχρεωτικό ο κάθε πολίτης που έκανε το τεστ να δηλώσει τα αποτελέσματά του.

Επίσης τόνισε την ανάγκη της συνέχειας του προγράμματος, να μπορέσει να φέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα.
Σημαντική ακόμη σε σχέση με τον σχεδιασμό του προγράμματος ήταν η παρατήρησή του ότι κανένα δημόσιο νοσοκομείο δεν διενεργεί κολονοσκοπήσεις στο πλαίσιο του προγράμματος διότι δεν δέχεται το σύστημα των νοσοκομείων τις συνταγές που προκύπτουν από αυτό! Εκτός αυτού, ακόμη και εάν μπορούσαν να γίνουν οι κολονοσκοπήσεις στα δημόσια νοσοκομεία, δεν θα μπορούσε να εξυπηρετηθεί ο πληθυσμός, δεδομένου ότι η αναμονή μπορεί να φτάσει ακόμα και τους 9 μήνες. Όπως χαρακτηριστικά είπε ο κ. Καθηγητής, «κανένα δημόσιο νοσοκομείο δεν κάνει κολονοσκοπήσεις του Προγράμματος. Κι ευτυχώς που δεν κάνουμε, να πω την αλήθεια γιατί έτσι κι αλλιώς είμαστε πνιγμένοι στις ενδοσκοπήσεις. Κι όταν ξεκινά ένα πρόγραμμα θα έπρεπε να έχουμε ερωτηθεί να δούμε πως θα μπορούσαμε να κάνουμε ό,τι χρειάζεται να κάνουμε, να δούμε πόσα κολονοσκόπια έχουμε, που δεν έχουμε κι είναι όλα χαλασμένα…».
Παρόλα αυτά πολλά περιστατικά όπου εντοπίζονται από ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα με πολύποδες κάτω του ενός εκατοστού, παραπέμπονται τελικά σε δημόσια νοσοκομεία, συνήθως εκτός προγράμματος, για αφαίρεση.
Η κ. Χαρά Κανή, Προϊσταμένη Τμήματος Σχεδιασμού και Παρακολούθησης Χορήγησης Φαρμάκων στη Διεύθυνση Φαρμάκου Γενική Διεύθυνση Οργάνωσης και Σχεδιασμού Υπηρεσιών Υγείας, Ε.Ο.Π.Υ.Υ., εξήγησε από την πλευρά του ΕΟΠΥΥ ότι «αυτό που θέλαμε με το πρόγραμμα ήταν να έχουμε γρήγορη πρόσβαση στον έλεγχο μετά. Οπότε εκτιμώ ότι ο λόγος που δεν μπήκαν τα νοσοκομεία (σ.σ. στο πρόγραμμα) σε πρώτη φάση –αναμένω και επιβεβαίωση- έχει να κάνει ακριβώς με αυτό που είπε ο κ. Παπαθεοδωρίδης. Στο capacity (σ.σ. δυνατότητες εξυπηρέτησης) που είχαν. Δεν μπορούσαν δηλαδή να αντέξουν τον όγκο του “Προλαμβάνω” και την αμεσότητα που ήθελε να πετύχει η κυβέρνηση και γι’ αυτό δόθηκε η δυνατότητα σύμβασης με ιδιωτικές δομές».

Ο κ. Γιώργος Καπετανάκης, Πρόεδρος της Ελληνικής Ομοσπονδίας Καρκίνου – ΕΛΛΟΚ επικρότησε το Υπουργείο Υγείας για το πρόγραμμα παρατηρώντας ότι βούτηξε στα βαθιά στην πρόληψη, σημείωσε ότι ως ΕΛΛΟΚ δεν είχε καταγγελίες πως δεν τον δέχθηκαν για διενέργεια κολονοσκόπησης σε δημόσιο νοσοκομείο, σημείωσε ωστόσο ότι οι ασθενείς προβληματίζονται για τους χρόνους αναμονής από τη στιγμή που ένα τεστ βγει θετικό, πόσο χρόνος θα χρειαστεί μέχρι να κάνουν την κολονοσκόπηση, τονίζοντας ότι γενικότερα χρειάζεται να υπάρξει μεγαλύτερη βοήθεια στους πολίτες για την πλοήγησή τους μέσα στο σύστημα.

Ο κ. Νικόλαος Τσουκαλάς, Ειδ. Γραμματέας του ΔΣ της Εταιρείας Ογκολόγων Παθολόγων Ελλάδας (ΕΟΠΕ), αφού σημείωσε κι εκείνος πως το εν λόγω πρόγραμμα είναι πολύ σημαντικό γιατί κινητοποιεί τους ανθρώπους για να κάνουν προληπτικές εξετάσεις, μία κολονοσκόπηση εν προκειμένω, στάθηκε στην εκπαίδευση των ιατρών της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας. «Σε αυτό», όπως είπε, «έχει κάνει κάποια βήματα και η ΕΟΠΕ στο πως αντιμετωπίζονται κάποιοι ασθενείς ή στο πως χρησιμοποιούνται οι διάφορες δυνατότητες που δίνει το σύστημα υγείας και για την πρόληψη». Το θέμα είναι ότι «υπήρχαν τα παλαιότερα χρόνια, όλοι το γνωρίζουμε αλλά δυστυχώς υπάρχουν ακόμη και τώρα κάποιοι συνάδελφοι διαφορετικών ειδικοτήτων, που θα πάει ο ασθενής, θα πει ότι έχει κάποια αιμορραγία –μακροσκοπική αιμορραγία- που πιθανώς θα δώσουν λίγο σίδηρο στον ασθενή ή θα κάνουν κάτι άλλο και δεν θα του πουν να βάλει σε άμεση προτεραιότητα να κάνει μία κολονοσκόπηση. Υπάρχουν βέβαια και οι ασθενείς που έχουν αυτό το πρόβλημα και φοβούνται οι ίδιοι να το πουν, στο γιατρό ιδιαίτερα στην επαρχία, είτε από φόβο, είτε από ταμπού ».

Σε ερώτηση σχετικά με τη σημαντικότητα της διεπιστημονικής συνεργασίας στο ταξίδι του ασθενούς με καρκίνο του παχέος εντέρου, ο κ. Τσουκαλάς απάντησε ότι, οι ογκολόγοι, γνωρίζουν τη σημασία της και εκπαιδεύονται σε αυτό. Άλλωστε υπάρχουν τα ογκολογικά συμβούλια που είναι θεσμοθετημένα και είτε τυπικά είτε άτυπα έχουν μπει στην καθημερινότητα των ογκολόγων. Ωστόσο πρακτικά δεν είναι σίγουρο το κατά πόσο λειτουργούν ειδικά στην επαρχία. «Είναι απαραίτητη η διεπιστημονική προσέγγιση του καρκίνου, ωστόσο δεν καλύπτεται σε όλη την περιφέρεια του ΕΣΥ». Πάντως, ο κ. Τσουκαλάς εξέφρασε την αισιοδοξία του πως με τα νέα μέσα που έχουμε θα μπορούσε ένας εξειδικευμένος ογκολόγος- χειρουργός από ένα μεγάλο νοσοκομείο να συμμετέχει σε ένα ογκολογικό συμβούλιο για ένα περιστατικό που νοσηλεύεται σε ένα άλλο νοσοκομείο.
Ο κ. Αλέξης Στριμπάκος, ογκολόγος Διευθυντής Ε’ Παθολογικής – Ογκολογικής Κλινικής, ΥΓΕΙΑ πάνω σε αυτό το θέμα είπε ότι τα ογκολογικά συμβούλια είναι μεν θεσμοθετημένα ως νομικό πλαίσιο αλλά δεν υπάρχει υποχρεωτικότητα. «Ούτε στα ιδιωτικά νοσοκομεία υπάρχει υποχρεωτικότητα. Εξαρτάται ποιοι γιατροί θέλουν να συμμετέχουν γιατί θέλουν οι ασθενείς τους να έχουν την καλύτερη αντιμετώπιση».
Στην Αγγλία αντίθετα, απαγορεύεται να γίνει οποιαδήποτε θεραπευτική παρέμβαση σε ασθενή, είτε χειρουργική είτε παθολογική-ογκολογική είτε ακτινοθεραπευτική, χωρίς να υπάρχει επίσημη καταγραφή στο ογκολογικό συμβούλιο εκτός των περιπτώσεων των οξέων συμβαμάτων, αιμορραγιών κτλ. κι εκεί ο θεράπων γιατρός πρέπει να εξηγήσει γιατί δεν γινόταν να περιμένει για το ογκολογικό συμβούλιο.

Ο κ. Ηρακλής Κατσούλης, Διευθυντής Χειρουργικού – Ογκολογικού Τμήματος ΓΑΟΝΑ «Ο Άγιος Σάββας», Πρόεδρος Ελληνικής Εταιρείας Χειρουργικής Ογκολογίας, αναφερόμενος στο ζήτημα της διεπιστημονικής συνεργασίας στάθηκε κι εκείνος στο ότι στη χώρα μας το ογκολογικό συμβούλιο είναι μεν θεσμοθετημένο αλλά δεν είναι υποχρεωτικό όπως σε άλλες χώρες. «Οτιδήποτε συζητείται σ’ ένα Ογκολογικό Συμβούλιο στην Αγγλία, ακόμη και το προφανές, ακόμη κι ένας ασθενής με έναν απλό, μικρό καρκίνο του παχέος εντέρου, που είναι προφανές από τις εξετάσεις ότι δεν θα χρειαστεί κάτι άλλο παρά μόνο κατευθείαν χειρουργείο, θα περάσει από ογκολογικό συμβούλιο. Εμείς το Ογκολογικό Συμβούλιο το έχουμε νομικά κατοχυρωμένο αλλά στην πράξη βάζουμε νερό πολύ… μπορεί να γίνεται, μπορεί να μη γίνεται ή να μη γίνεται με τη συμμετοχή όλων των μελών. Υπάρχουν αυτή τη στιγμή ογκολογικά συμβούλια που γίνονται στα δημόσια νοσοκομεία, που δεν έχουν πάντα δεδομένο π.χ. και τον ακτινοθεραπευτή μαζί ή και τον παθολογοανατόμο. Η σύνθεση του αποτελείται από 5-6 διαφορετικές ειδικότητες. Υπάρχουν ογκολογικά συμβούλια που γίνονται μεταξύ του Χειρουργού και του Ογκολόγου-Παθολόγου. Μεταξύ δύο μόνο ανθρώπων».

Το γιατί δεν λειτουργούν τα ογκολογικά συμβούλια θα πρέπει να πρέπει να το αναζητήσει κανείς στην έλλειψη χρόνου και υποδομών. Θα έπρεπε να υπάρχει μία ξεχωριστή Γραμματεία που να τα υποστηρίζει και έτσι και οι γιατροί που συμμετέχουν να διευκολύνονται στην εργασία τους αποφεύγοντας η επιθυμία τους να προσφέρουν το καλύτερο στον ασθενή τους να τους οδηγήσει στο λεγόμενο burnout.
O κ. Κατσούλης μίλησε επίσης για την ανάγκη αναγνώρισης από την πολιτεία των εξειδικεύσεων των ιατρών με βάση «όχι το τι δηλώνει ο καθένας» αλλά με βάση την καταγραφή στην πράξη. «Τι χειρουργεία κάνει; Ποια είναι τα αποτελέσματα των χειρουργείων του» ανέφερε τονίζοντας ότι στην Ελλάδα κανένας δεν καταγράφει τα αποτελέσματα των ιατρικών πράξεων με σοβαρότητα, στα δημόσια νοσοκομεία σε αντίθεση με ό,τι γίνεται σε άλλες προηγμένες χώρες. Ενώ λοιπόν στις ΗΠΑ καταγράφονται τα αποτελέσματα των χειρουργείων παχέος εντέρου που μπορεί να κάνει ένας γιατρός, οι επιπλοκές που μπορεί να έχει κτλ., στην Ελλάδα υπάρχει, όπως είπε «ένα Ελντοράντο ιατρικό, όπου μπορεί ο καθένας να δηλώσει ό,τι θέλει».
Για τον κ. Στριμπάκο πάντως αν και θα ήταν καλό να υπάρχει αναγνώριση των εξειδικεύσεων ώστε ο κάθε γιατρός να κάνει εκείνο που γνωρίζει καλύτερα, θεωρεί ωστόσο πως είναι τόσο σύνθετα τα προβλήματα που χρειάζεται να λυθούν στη διαδρομή ενός περιστατικού με καρκίνο του παχέος εντέρου και ακόμη προτιμότερο θα είναι να δοθεί περισσότερη έμφαση στον προσυμπτωματικό έλεγχο ώστε να ανακαλύπτεται το όποιο πρόβλημα όσο το δυνατό πιο έγκαιρα και να αντιμετωπίζεται στη ρίζα του. Μετά, όπως είπε, η ελληνική κοινωνία όπως είναι δομημένη δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τόσο πολύπλοκα θέματα εξειδικεύσεων, παραπομπών σε οργανωμένα νοσοκομεία και αυτό οφείλεται και στην γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού στα νησιά και σε απομακρυσμένα σημεία.
O κ. Αθανασάκης τόνισε την ανάγκη οι εκστρατείες αυτές να γίνονται συστηματικά και να πιάνουν όλους εκείνους που μπορούν να ωφεληθούν από αυτές. Η Ελλάδα πριν το πρόγραμμα προσυμπτωματικού ελέγχου για τον καρκίνο του μαστού «Φώφη Γεννηματά» είχε ποσοστό γυναικών που έκαναν μαστογραφία γύρω στο 70, ένα καταπληκτικό ποσοστό. Εκείνο ωστόσο το 30% των γυναικών που δεν έχουν κάνει ποτέ μαστογραφία είναι εκείνο που θα πρέπει να πιάσει ο συστηματικός έλεγχος. Όπως εξήγησε «ο ευκαιριακός έλεγχος δημιουργεί ανισότητες όσο καλά κι αν γίνει, όσο τακτικά κι αν γίνει καθώς θα υπάρχουν άνθρωποι που είτε δεν θα μπορούν είτε θα είναι μακριά ή δεν θα ξέρουν».
Αυτό που θα πρέπει να γίνει επίσης από πλευράς πολιτείας εντατικά από εδώ και στο εξής, γιατί η υποδομή που έχει φτιάξει το Υπουργείο Υγείας μπορεί να βοηθήσει, είναι η αξιολόγηση της επίτευξης του στόχου αυτών των προγραμμάτων, να ξέρουμε εάν υπάρχουν άνθρωποι που δεν πήγαν στον έλεγχο, ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, καθώς συνήθως έχουν κάποιους κοινούς παρανομασττές, δηλαδή μπορεί να κατοικούν σε απομακρυσμένες περιοχές, να μην έχουν επαφή με την πληροφορία, μπορεί εισοδηματικά να αντιμετωπίζουν πρόβλημα κτλ. Είναι σημαντικό καθώς εξελίσσεται το πρόγραμμα να βλέπουμε τι δεν πάει σωστά, καθώς τις περισσότερες φορές κάποια απόκλιση από τους στόχους θα υπάρχει και να επαναπροσαρμόζουμε το πρόγραμμα.
Άλλωστε, όπως είπε ο κ. Αθανασάκης το εν λόγω πρόγραμμα ήρθε σαν καταιγίδα αφού πριν την εφαρμογή του στην Ελλάδα είχαμε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη σε κολονοσκοπήσεις.
Πρότεινε επίσης το πρόγραμμα στην εξέλιξή του να στοχεύσει συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού που πρέπει να ελεγχθούν αλλά αντιμετωπίζουν κοινωνικοοικονομικά προβλήματα και να τους φέρει πιο κοντά στο να κάνουν προληπτικές εξετάσεις.
Πάνω σε αυτό το ζήτημα μίλησε για την ανάγκη της αξιοποίησης όλων των βάσεων δεδομένων που υπάρχουν σε σχέση με τα κοινωνικοοικονομικά στοιχεία των ανθρώπων που στοχεύει το πρόγραμμα, όπως ο τόπος κατοικίας, η εργασία, ο φάκελος υγείας με τα στοιχεία συνταγογράφησης, έτσι ώστε η πολιτεία να δει που πρέπει να εστιάσει.
Τη συζήτηση συντόνισε η Εκδότρια του DailyPharmaNews και δημοσιογράφος κ. Κατερίνα Βουρλάκη ενώ ο κ. Τάκης Μαραλέτος, Γενικός Δ/ντής DailyPharmaNews έθεσε σειρά ερωτήσεων που πήγαν την όλη συζήτηση σε μεγαλύτερο βάθος.

