Οι γυναίκες βιώνουν περισσότερο συναισθηματικό πόνο όταν τελειώνει μία σχέση, αλλά «αναρρώνουν» πληρέστερα, σύμφωνα με έρευνα.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Binghamton και το Πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου ζήτησαν από 5.705 συμμετέχοντες, σε 96 χώρες, να βαθμολογήσουν το συναισθηματικό και σωματικό πόνο ενός χωρισμού σε μια κλίμακα από το ένα (καθόλου) έως το 10 (αφόρητος).
Διαπίστωσαν ότι οι γυναίκες τείνουν να επηρεάζονται περισσότερο αρνητικά από τους χωρισμούς και αναφέρουν υψηλότερα επίπεδα τόσο σωματικού, όσο και συναισθηματικού πόνου. Οι γυναίκες συγκέντρωσαν κατά μέσο όρο στη βαθμολογία 6,84 όσον αφορά το συναισθηματικό κόστος έναντι 6,58 που είχαν οι άνδρες. Όσον αφορά στο φυσικό πόνο, οι γυναίκες συγκέντρωσαν κατά μέσο όρο 4,21 έναντι του 3,75 των ανδρών.
Ωστόσο, ενώ οι χωρισμοί ήταν για τις γυναίκες πιο δύσκολοι συναισθηματικά και σωματικά, έτειναν να ανακάμπτουν πληρέστερα και να βγαίνουν ισχυρότερες συναισθηματικά. Οι άνδρες, από την άλλη πλευρά, ποτέ δεν ανέκυπταν πλήρως, αλλά προχωρούσαν.
Σύμφωνα με τον Craig Morris, επιστημονικό συνεργάτη στο Πανεπιστήμιο του Binghamton και επικεφαλής συγγραφέα της μελέτης, οι διαφορές σχετίζονται με τη βιολογία.
Όπως ο ίδιος εξηγεί, οι γυναίκες έχουν εξελιχθεί έτσι ώστε να επενδύουν πολύ περισσότερο σε μια σχέση από ότι ένας άνδρας. Μια σύντομη ρομαντική περιπέτεια θα μπορούσε να οδηγήσει μία προγονική γυναίκα σε εννέα μήνες εγκυμοσύνης και πολλά χρόνια γαλουχίας, ενώ ο άνδρας μπορούσε να εγκαταλείψει τη «σκηνή» κυριολεκτικά λίγα λεπτά μετά τη συνεύρεση, χωρίς περαιτέρω βιολογική επένδυση. Ουσιαστικά αυτός ο κίνδυνος υψηλότερης βιολογικής επένδυσης, με την πάροδο του εξελικτικού χρόνου, έχει κάνει τις γυναίκες πιο επιλεκτικές σχετικά με τους συντρόφους τους. Ως εκ τούτου, η απώλεια μιας σχέσης με ένα υψηλής ποιότητας σύντροφο πονάει περισσότερο για μια γυναίκα».
Αντίθετα, οι άνδρες έχουν εξελιχθεί για να σαγηνεύουν τις γυναίκες. Κατά συνέπεια, η απώλεια μιας υψηλής ποιότητας συντρόφου δεν επηρεάζει και τόσο πολύ τη φύση τους.
Σύμφωνα με τον Morris, οι χωρισμοί είναι σημαντικοί, διότι οι περισσότεροι από εμάς θα βιώσουν κατά μέσο όρο 3 μέχρι την ηλικία των 30 ετών, με τουλάχιστον έναν να μας επηρεάζει αρκετά έντονα, μειώνοντας σημαντικά την ποιότητα της ζωής μας για εβδομάδες ή και μήνες.
«Οι άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους, μαθητές σταματούν το σχολείο, ενώ κάποιοι μπορεί να εμφανίσουν εξαιρετικά αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές μετά από έναν χωρισμό», αναφέρει ο . Morris. «Με την καλύτερη κατανόηση αυτής της συναισθηματικής και φυσικής αντίδρασης σε έναν χωρισμό, ίσως να μπορέσουμε να αναπτύξουμε έναν τρόπο για να μετριάσουμε τις επιπτώσεις του στα άτομα υψηλού κινδύνου».
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Evolutionary Behavioral Sciences.