Έξι φορές περισσότερες πιθανότητες να προβούν σε αυτοκτονία έχουν όσοι πάσχουν από το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, σε σχέση με όσους δεν υποφέρουν από την κατάσταση, σύμφωνα με νέα σημαντική μελέτη.
Αναλύοντας τα στοιχεία 2000 ασθενών, ερευνητές από το Βασιλικό Κολέγιο του Λονδίνου διαπίστωσαν ότι, σε διάστημα επτά ετών, τα άτομα με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης δεν είχαν περισσότερες πιθανότητες από οποιονδήποτε άλλο να πεθάνουν από καρκίνο ή άλλη ασθένεια, αλλά παρουσίασαν ένα πολύ υψηλότερο ποσοστό αυτοκτονιών.
Οι άνθρωποι που επηρεάζονται από την κατάσταση βιώνουν συμπτώματα γρίπης, υπερβολική κούραση και ψυχικό λήθαργο που μπορεί να διαρκέσει για χρόνια.
Η αιτία της νόσου είναι ασαφής, προκαλώντας μια συζήτηση που διαρκεί για δεκαετίες. Ορισμένοι ειδικοί πιστεύουν ότι προκαλείται από έναν ιό, κατά έναν παρόμοιο τρόπο με την αδενοπάθεια, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για μια απλή ψυχολογική κατάσταση.
Η νέα μελέτη, η οποία είναι η μεγαλύτερη που έχει διεξαχθεί ποτέ για τα αίτια του θανάτου σε άτομα με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, δείχνει ότι η χρόνια κόπωση είναι μια σοβαρή κατάσταση που «κλέβει τη ζωή», υποστηρίζει η φιλανθρωπική οργάνωση Action for M.E. (Δράση για το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης).
Τα αποτελέσματά της έδειξαν ότι 17 ασθενείς έχασαν τη ζωή τους μεταξύ των ετών 2007 και 2013, εκ των οποίων οκτώ πέθαναν από καρκίνο, πέντε από αυτοκτονία και τέσσερα από άλλες αιτίες.Το ποσοστό των θανάτων από αυτοκτονία σε αυτή τη μελέτη ήταν περίπου έξι φορές υψηλότερο σε άτομα με σύνδρομο χρόνιας κόπωσης από ότι στο γενικό πληθυσμό.
Οι επιστήμονες τόνισαν ότι, επειδή η μελέτη τους ήταν στατιστική, δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι ο αυξημένος κίνδυνος αυτοκτονίας προκλήθηκε από την ίδια την κατάσταση, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπήρχαν και άλλοι παράγοντες που έπαιξαν ρόλο.
Σύμφωνα με το συγγραφέα της μελέτης, καθηγητή Matthew Hotopf το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης μπορεί να είναι μια εξουθενωτική διαταραχή, η οποία επηρεάζει ουσιαστικά τη ζωή των ασθενών, επομένως πρέπει να διασφαλιστεί ότι τους προσφέρεται η σωστή αξιολόγηση και θεραπεία.
«Παρά το αυξανόμενο σώμα των αποδείξεων της βιοϊατρικής έρευνας, υπήρξε επίμονη χρήση από ορισμένες πλευρές υποτιμητικών όρων ή τίτλων για την κατάσταση, υπονοώντας ότι οι άνθρωποι μπορεί να γίνουν καλύτερα απλώς με το να σκεφτούν θετικά ή να ασκηθούν», επισημαίνει η Sonya Chowdhury, διευθύνουσα σύμβουλος της Action for M.E.
Σύμφωνα με την ίδια, μια τέτοια χρόνια, εξουθενωτική ασθένεια επηρεάζει αναμφίβολα τη συναισθηματική και ψυχική ευεξία των πασχόντων, οι οποίοι συχνά βιώνουν υψηλά επίπεδα άγνοιας, αδικίας και παραμέλησης, παράλληλα με την απομόνωση και την έλλειψη στήριξης και φροντίδας.