Σύμφωνα με νέα έρευνα, όλο και μικρότερα σε ηλικία παιδιά βρίσκονται καθημερινά αντιμέτωπα με τις διατροφικές διαταραχές, συχνά ακόμη και από την ηλικία των 9 ετών. Εξίσου ευάλωτα απέναντι στις διατροφικές διαταραχές είναι, σύμφωνα με την έρευνα, και τα δύο φύλα.
Οι διατροφικές διαταραχές έχουν αναγνωριστεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, ως ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας. Σύμφωνα με τα νεότερα επιδημιολογικά δεδομένα, το ποσοστό του επιπολασμού των διατροφικών διαταραχών, μαζί και με τις άτυπες μορφές τους, εκτιμάται ότι ανέρχεται στο 17% του γενικού πληθυσμού.
Οι Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής είναι ψυχοπαθολογικές διαταραχές στις οποίες τα άτομα υιοθετούν μη ορθές διατροφικές συνήθειες και εμφανίζουν ακραίες συμπεριφορές, σκέψεις και συναισθήματα σχετικά με την λήψη τροφής, το βάρος και την εικόνα του σώματος.
Οι πιο συνήθεις Διαταραχές Πρόσληψης Τροφής είναι η ψυχογενής ανορεξία, η ψυχογενής βουλιμία, η επεισοδιακή υπερφαγία και το σύνδρομο νυχτερινής υπερφαγίας.
ΟΙ διατροφικές διαταραχές μπορεί να συνυπάρχουν με Μείζονα Κατάθλιψη, Διαταραχή Κοινωνικής Φοβίας, Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή, αλλά και Διαταραχές της Προσωπικότητας. Η αντιμετώπισή τους είναι ένα δύσκολο θεραπευτικό εγχείρημα, τόσο λόγω της σοβαρότητας της νόσου όσο και της άρνησης που έχουν οι ασθενείς ως προς την αναγνώριση και την παραδοχή της ύπαρξης του προβλήματος.
Ομάδα Αμερικανών επιστημόνων του Πανεπιστημίου Southern και της Ιατρικής Σχολής Keck στη Νότια Καλιφόρνια, ανέλυσε δεδομένα από 12.000 παιδιά στις ΗΠΑ, ηλικίας 9 και 10 ετών, που συγκέντρωσε από την Μελέτη Γνωστικής Ανάπτυξης Εγκεφάλου Εφήβων, μια από τις μεγαλύτερες έρευνες που έχουν πραγματοποιηθεί στις ΗΠΑ για την ανάπτυξη του εγκεφάλου και την παιδική υγεία.
Οι ερευνητές, αντί να μελετήσουν διαγνωσμένες περιπτώσεις παιδιών με διατροφική διαταραχή, εξέτασαν συμπεριφορές που υποδείκνυαν τον κίνδυνο εμφάνισης σοβαρότερων συμπτωμάτων στη μετέπειτα ζωή τους. Οι συμπεριφορές αυτές περιλάμβαναν την υπερφαγία, την πρόκληση εμετού ως τρόπο ελέγχου του βάρους, και τη σωματική άσκηση ή τον περιορισμό θερμίδων, με στόχο της πρόληψη της αύξησης βάρους. Τα ευρήματα της έρευνας έδειξαν ότι το 5% των παιδιών που είχαν λάβει μέρος στην μελέτη είχε αναπτύξει υπερφαγία, ενώ το 2,5% των παιδιών είχε λάβει μέτρα ώστε να μην πάρει βάρος.
Όπως διαπιστώθηκε μέσα από την έρευνα, τα παιδιά που εκδήλωναν αυτές τις συμπεριφορές αντιμετώπιζαν αυξημένο κίνδυνο να τις διατηρήσουν και στην εφηβική περίοδο της ζωής τους. Τον ίδιο κίνδυνο αντιμετώπιζαν και τα παιδιά με υψηλότερο Δείκτη Μάζας Σώματος. Ένα άλλο στοιχείο που προέκυψε από την έρευνα είναι ότι το φύλο δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο, καθώς αγόρια και κορίτσια είναι εξίσου πιθανό να εμφανίσουν κάποια διατροφική διαταραχή.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της ερευνητική ομάδας και Διευθυντή του Προγράμματος Διατροφικών Διαταραχών της Ιατρικής Σχολής Keck Dr. Stuart Murray, «τείνουμε να πιστεύουμε ότι οι διατροφικές διαταραχές ταλαιπωρούν κυρίως τα κορίτσια, αλλά μια διαρκώς αυξανόμενη βάση δεδομένων αποδεικνύει ότι και τα αγόρια υποφέρουν εξίσου. Τα ευρήματά μας πρέπει να λειτουργήσουν ως επαγρύπνηση, γιατί όσο νωρίτερα εντοπίζουμε αυτές τις συμπεριφορές, τόσο πιο πιθανό είναι να μπορέσουμε να τις θεραπεύσουμε. Τα νέα επιστημονικά ευρήματα ανοίγουν το δρόμο για την ανάπτυξη πιο έγκαιρων και ακριβέστερων προσπαθειών πρόληψης».
Tα αποτελέσματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο JAMA Pediatrics.