Ερευνητές στο Bond University, στη Robina της Αυστραλίας ανακάλυψαν ότι οι στρατηγικές χρονισμού των γευμάτων, όπως η χρονικά περιορισμένη κατανάλωση γευμάτων, η μείωση της συχνότητας των γευμάτων και η κατανάλωση θερμίδων νωρίτερα μέσα στην ημέρα, σχετίζονται με μέτρια απώλεια βάρους σε διάστημα 12 εβδομάδων.
Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη
Η παχυσαρκία επηρεάζει έναν στους οκτώ ανθρώπους παγκοσμίως, συμβάλλοντας σε αυξημένους κινδύνους για διαβήτη τύπου 2, καρδιακές παθήσεις και ορισμένους τύπους καρκίνου, καθιστώντας την κύρια αιτία πρόωρης θνησιμότητας.
Οι παραδοσιακές προσεγγίσεις απώλειας βάρους θέτουν όρια στην πρόσληψη θερμίδων και συγκεκριμένες επιλογές τροφίμων. Οι στρατηγικές χρονισμού των γευμάτων είναι μια πιθανή εναλλακτική λύση, απλοποιώντας τη διατροφική διαχείριση, ευθυγραμμίζοντας τα διατροφικά μοτίβα με τους κιρκάδιους ρυθμούς, για τη βελτίωση της μεταβολικής αποτελεσματικότητας, τη ρύθμιση των ορμονών της όρεξης και τη μείωση της ανάγκης κατανάλωσης σνακ τις βραδινές ώρες.
Σε μια μετα-ανάλυση δεδομένων, με τίτλο: “Meal Timing and Anthropometric and Metabolic Outcomes: A Systematic Review and Meta-Analysis”, που δημοσιεύτηκε στο JAMA Network Open, οι ερευνητές εξέτασαν προηγούμενες μελέτες για να προσδιορίσουν εάν παρέχουν ένα σήμα για το πόσο καλά έχουν αποδώσει οι στρατηγικές χρονισμού των γευμάτων.
Η έρευνα αξιολόγησε 29 τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές, στις οποίες συμμετείχαν 2.485 ενήλικες, 69% γυναίκες, με μέση ηλικία 44 ετών και μέσο δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) 33.
Οι παρεμβάσεις απώλειας βάρους περιελάμβαναν:
· χρονικά περιορισμένη κατανάλωση φαγητού (time-restricted eating – TRE) σε 17 μελέτες,
· μείωση συχνότητας γευμάτων σε 8 μελέτες και
· αλλαγή της κατανομής θερμίδων σε 4 μελέτες.
Τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων:
· Το TRE συσχετίστηκε με μέση απώλεια βάρους 1,37 κιλών σε σύγκριση με τις ομάδες ελέγχου.
· Η χαμηλότερη συχνότητα γευμάτων είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του βάρους κατά 1,85 κιλά.
· Η αλλαγή της κατανομή των θερμίδων είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση του βάρους κατά 1,75 κιλά.
Τα μεταβολικά αποτελέσματα έδειξαν ότι το TRE συνδέθηκε με μειώσεις της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) και των επιπέδων γλυκόζης νηστείας (καθιστώντας τους συμμετέχοντες στη δοκιμή λιγότερο πιθανό να εμφανίσουν διαβήτη).
Ωστόσο, αυτά τα μεγέθη επιδράσεων ήταν μικρά, αφήνοντας ασαφή την κλινική σημασία.
Σύμφωνα με τα ευρήματα, το TRE μπορεί να προσφέρει μια απλούστερη, πιο μέτρια προσέγγιση στη διαχείριση βάρους, αλλά η μέτρια απώλεια βάρους που παρατηρείται μπορεί να μην μεταφράζεται σε σημαντικά οφέλη για την υγεία. Τουλάχιστον, αυτό έδειξαν τα δεδομένα στους ερευνητές.
Οι περισσότερες μελέτες αντιμετώπισαν προκλήσεις στις υπερβολικές διατροφικές παρεμβάσεις και βασίστηκαν σε αυτοαναφερόμενα μέτρα έκβασης, περιορίζοντας την εμπιστοσύνη στα ευρήματα. Με πιο αυστηρή έρευνα, θα ήταν δυνατό να γνωρίζουμε με μεγαλύτερη βεβαιότητα.
Η ομάδα προτείνει περαιτέρω δοκιμές με μεγαλύτερα μεγέθη δειγμάτων, τυποποιημένες παρεμβάσεις και μεγαλύτερες περιόδους παρακολούθησης για να κατανοηθούν καλύτερα οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις αυτών των διατροφικών προσεγγίσεων.