Παρόλη την κτηριακή αναβάθμιση και την προσπάθεια, από το υπουργείο Υγείας για βελτίωση της λειτουργίας του ΕΣΥ, οι υγειονομικοί κάνουν λόγο για ελλείψεις προσωπικού στα νοσοκομεία της χώρας και υπερφόρτωση των υπηρετούντων υγειονομικών. Η ΠΟΕΔΗΝ στηρίζει δύο σημαντικές κινητοποιήσεις την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου, όπου οι εργαζόμενοι διεκδικούν αυξήσεις, μονιμοποιήσεις και ένταξη στα Βαρέα και Ανθυγιεινά.
Από τη Ρούλα Σκουρογιάννη
Η ΠΟΕΔΗΝ καλεί τους Κοινωνικούς Λειτουργούς σε 4ωρη στάση εργασίας τη Δευτέρα 3 Νοεμβρίου, από τις 7:00 έως τις 11:00 το πρωί, με συγκέντρωση στο υπουργείο Υγείας στις 9:30πμ. Σκοπός της κινητοποίησης είναι η θεσμοθέτηση της ένταξης στο Επίδομα Επικίνδυνης και Ανθυγιεινής Εργασίας, η αύξηση των οργανικών θέσεων και η επίλυση άλλων οικονομικών και θεσμικών ζητημάτων που θέτουν οι Κοινωνικοί Λειτουργοί. Η ομοσπονδία καλεί τα σωματεία μέλη να διευκολύνουν τη συμμετοχή των εργαζομένων στη στάση εργασίας.
Λίγες ημέρες αργότερα, την Πέμπτη 6 Νοεμβρίου, έχει προγραμματιστεί πανελλαδική πανυγειονομική απεργία, με συγκέντρωση στην Πλατεία Μαβίλη στις 8:30πμ και πορεία προς το Μέγαρο Μαξίμου, τη Βουλή, το ΓΛΚ και το υπουργείο Υγείας. Σύμφωνα με την ΠΟΕΔΗΝ, οι πολίτες εξακολουθούν να ταλαιπωρούνται, ενώ η ζωή τους τίθεται σε κίνδυνο από τις σοβαρές ελλείψεις προσωπικού και τις περιφερειακές ανισότητες.
Η ομοσπονδία επισημαίνει ότι, παρότι η χώρα απέκτησε υπερσύγχρονο ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό κατά την περίοδο της πανδημίας, οι υποδομές υπολειτουργούν λόγω ελλείψεων προσωπικού και αναγκαίων ανακαινίσεων. Η αναλογία νοσοκομειακών κλινών παραμένει χαμηλή σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο: 3,5 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, έναντι 5,3 στις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ.
Η ΠΟΕΔΗΝ αναδεικνύει ότι οι οργανικές θέσεις στα νοσοκομεία είναι μόλις 90.000, αλλά υπηρετούν μόνο 45.000 μόνιμοι και 25.000 συμβασιούχοι, αφήνοντας κενές περίπου 20.000 θέσεις. Η αποχώρηση χιλιάδων εργαζομένων από το ΕΣΥ και η μη προσέλκυση νέων επαγγελματιών καθιστούν το σύστημα δυσλειτουργικό και εξαντλητικό για το προσωπικό.
Παρά τις επικουρικές παρεμβάσεις, όπως απογευματινά χειρουργεία μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης ή μικρές ανακαινίσεις ΤΕΠ, η ΠΟΕΔΗΝ τονίζει ότι οι πολύωρες αναμονές και οι λίστες αναμονής παραμένουν σοβαρό πρόβλημα, κυρίως λόγω έλλειψης προσωπικού στην πρωτοβάθμια φροντίδα και στον οικογενειακό γιατρό. Σημαντικό ποσοστό των νοσηλευόμενων στα μεγάλα αστικά κέντρα προέρχεται από περιφερειακούς νομούς, γεγονός που επιτείνει τον συνωστισμό, τη χρήση ράντζων και τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις.
Η οικονομική διάσταση είναι επίσης κρίσιμη. Το ελληνικό δημόσιο σύστημα υγείας χρηματοδοτείται με 5,5% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος στην ΕΕ φτάνει 7,5%. Η υποχρηματοδότηση αυτή οδηγεί σε υποβάθμιση υπηρεσιών και αύξηση ιδιωτικών δαπανών, που πλέον φτάνουν στο 40% των συνολικών δαπανών υγείας. Παράλληλα, οι μισθοί προσωπικού του ΕΣΥ παραμένουν χαμηλοί, με Νοσηλευτές να λαμβάνουν περίπου 836 ευρώ το μήνα και γιατρούς Επιμελητές Β’ 1.264 ευρώ, καθιστώντας το Δημόσιο Σύστημα μη ελκυστικό για νέους εργαζόμενους.
Η ΠΟΕΔΗΝ τονίζει ότι η ένταξη στα Βαρέα και Ανθυγιεινά, η μονιμοποίηση των συμβασιούχων και οι γενναίες αυξήσεις μισθών αποτελούν αναγκαία μέτρα για την επιβίωση και την ανασυγκρότηση του ΕΣΥ. Όπως αναφέρει η ομοσπονδία, «φτάνει έως εδώ» – το μήνυμα είναι ξεκάθαρο: χωρίς ουσιαστικές παρεμβάσεις, η κατάσταση θα επιδεινωθεί, και η ταλαιπωρία των ασθενών θα συνεχιστεί, με τον Δημόσιο και Κοινωνικό χαρακτήρα της Υγείας να τίθεται σε σοβαρό κίνδυνο.
