Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Μια πρόσφατη μελέτη αποκαλύπτει μια δυνητικά ανησυχητική σχέση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της ανάπτυξης επιληψίας, μιας νευρολογικής διαταραχής που χαρακτηρίζεται από επαναλαμβανόμενες κρίσεις.
Τα ευρήματα αυτής της μελέτης υπογραμμίζουν την πολύπλοκη αλληλεπίδραση μεταξύ των περιβαλλοντικών παραγόντων και της υγείας του εγκεφάλου και τις σοβαρές επιπτώσεις που μπορεί να έχει η συσχέτιση αυτή σε εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.
Η επιληψία είναι μια νόσος που χαρακτηρίζεται από προδιάθεση του εγκεφάλου να προκαλεί επιληπτικές κρίσεις και επηρεάζει περισσότερους από 50 εκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο, με σημαντικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής και στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης.
Τα άτομα με επιληψία έχουν τρεις φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν νωρίτερα στη ζωή τους, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών δεν ανταποκρίνεται στα αντισπασμωδικά φάρμακα.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), το 99% του παγκόσμιου πληθυσμού αναπνέει αέρα που υπερβαίνει τα όρια ποιότητας που έχει θέσει ο ΠΟΥ. Ενώ η γενετική προδιάθεση και οι εγκεφαλικές βλάβες είναι γνωστοί παράγοντες κινδύνου για την επιληψία, η νέα αυτή μελέτη αποκαλύπτει ότι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση, μπορεί επίσης να διαδραματίζουν ρόλο στην ανάπτυξη και την εξέλιξη αυτής της πάθησης.
Ο ρόλος της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην ανάπτυξη επιληψίας
Ερευνητική ομάδα από το Ινστιτούτο Έρευνας του Κέντρου Επιστημών Υγείας του Λονδίνου (LHSCRI), μέσα από την ανάλυση διαφορετικών πληθυσμών, θέλησε να διερευνήσει την πιθανή συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση και της ανάπτυξης επιληψίας. Εξετάζοντας μετρήσεις ποιότητας του αέρα και ιατρικά αρχεία, οι ερευνητές εντόπισαν μια πειστική συσχέτιση μεταξύ των αυξημένων επιπέδων ατμοσφαιρικών ρύπων και της υψηλότερης συχνότητας εμφάνισης περιστατικών επιληψίας.
Ιδιαίτερα ανησυχητικά ήταν τα ευρήματα που σχετίζονται με τα λεπτά σωματίδια (PM2.5) και το διοξείδιο του αζώτου (NO2), δύο κοινούς ατμοσφαιρικούς ρύπους, γνωστούς για τις αρνητικές τους επιπτώσεις στην αναπνευστική υγεία. Η μελέτη αποκάλυψε ότι τα άτομα που ζουν σε περιοχές με αυξημένες συγκεντρώσεις αυτών των ρύπων ήταν πιο πιθανό να εμφανίσουν επιληψία σε σύγκριση με εκείνα που ζουν σε καθαρότερα περιβάλλοντα.
Ενώ οι ακριβείς μηχανισμοί που διέπουν τη σύνδεση μεταξύ της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και της επιληψίας παραμένουν πολύπλοκοι και πολύπλευροι, αρκετές εύλογες εξηγήσεις έχουν προταθεί από ειδικούς στον τομέα. Μια βασική υπόθεση είναι ότι η έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους μπορεί να προκαλέσει νευροφλεγμονή και οξειδωτικό στρες στον εγκέφαλο, οδηγώντας σε νευρωνική βλάβη και αυξημένη ευαισθησία σε επιληπτικές κρίσεις.
Επιπλέον, η επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στη συστηματική φλεγμονή και την αγγειακή υγεία μπορεί να διαταράξει την ευαίσθητη ισορροπία των νευροδιαβιβαστών και των νευρωνικών σηματοδοτικών οδών, συμβάλλοντας στην εμφάνιση και εξέλιξη της επιληψίας.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν τους περίπλοκους τρόπους με τους οποίους οι περιβαλλοντικοί παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν τις νευρολογικές διαταραχές και υπογραμμίζουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σε αυτόν τον τομέα.
Ο ρόλος που μπορεί να έχει η ατμοσφαιρική ρύπανση στην ανάπτυξη της επιληψίας απαιτεί την προσοχή των υπευθύνων χάραξης πολιτικής, των επαγγελματιών υγείας και του ευρύ κοινού. Οι προσπάθειες για τον μετριασμό της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και τη βελτίωση των προτύπων ποιότητας του αέρα δεν είναι μόνο κρίσιμες για την αναπνευστική υγεία αλλά και για τη διασφάλιση της νευρολογικής ευεξίας.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές, η αναγνώριση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ως πιθανού παράγοντα κινδύνου για επιληψία υπογραμμίζει την αλληλένδετη φύση της περιβαλλοντικής υγείας και της νευρολογικής ευεξίας. Αντιμετωπίζοντας τις περιβαλλοντικές προκλήσεις και προωθώντας βιώσιμες πρακτικές, θα είναι εφικτή η προστασία όχι μόνο της υγείας του πλανήτη αλλά και της υγείας του εγκεφάλου των σημερινών και των μελλοντικών γενεών.
Πηγή: London Health Sciences Centre Research Institute