Σύμφωνα με έρευνα, το αυγό μπορεί πιθανώς να παίξει σημαντικό ρόλο στη διαχείριση της κοιλιοκάκης και να διευκολύνει τη διατροφική καθημερινότητα των ατόμων που πάσχουν από δυσανεξία στη γλουτένη.
Η κοιλιοκάκη ή αλλιώς δυσανεξία στη γλουτένη, αποτελεί μία χρόνια διαταραχή του λεπτού εντέρου, η οποία συνήθως εμφανίζεται σε άτομα με γενετική προδιάθεση, έπειτα από την κατανάλωση προϊόντων που περιέχουν γλουτένη.
Η γλουτένη είναι μια πρωτεΐνη η οποία βρίσκεται στο σιτάρι, στο κριθάρι και στη σίκαλη. Η κατανάλωσή της από άτομα με δυσανεξία στη γλουτένη καταστρέφει το εσωτερικό τοίχωμα του λεπτού εντέρου, μειώνοντας έτσι την απορρόφηση άλλων θρεπτικών συστατικών και προκαλώντας σημαντικά προβλήματα υγείας. Η διαταραχή αυτή επηρεάζει περίπου 1 στους 100 ανθρώπους παγκοσμίως. O μόνος τρόπος αντιμετώπισης και θεραπείας της κοιλιοκάκης είναι η αποφυγή των τροφίμων που περιέχουν γλουτένη.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Αλμπέρτα στον Καναδά διαπίστωσαν ότι αντισώματα από τον κρόκο του αυγού μπορούν να χρησιμοποιηθούν ώστε να παρέχεται ένα προστατευτικό περίβλημα στη γλουτένη καθώς αυτή περνά από τη γαστρεντερική οδό, αποτρέποντας έτσι τον ερεθισμό του εντέρου.
Το αυγό είναι πλούσιο σε πρωτεΐνες υψηλής βιολογικής αξίας, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία. Περιέχει ασβέστιο, φώσφορο, νάτριο, κάλιο, βιταμίνη Α, Β12, φολικό οξύ και σημαντικές ποσότητες σιδήρου. Η πρωτεΐνη του αυγού περιέχει όλα τα απαραίτητα αμινοξέα που χρειάζεται ο οργανισμός, ενώ δύο αυγά παρέχουν τόση πρωτεΐνη όση 100 γρ. κρέατος ή ψαριού.
Οι ερευνητές ανακοίνωσαν επίσης ότι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα χάπι, σε πειραματικό στάδιο, που μπορεί να λαμβάνεται πριν από το γεύμα ώστε να μπορούν όσοι πάσχουν από κοιλιοκάκη να τρώνε ότι επιθυμούν χωρίς περιορισμούς. Όπως εξηγεί ο επικεφαλής της έρευνας Dr. Hoon Sunwoo, «το χάπι δεσμεύεται με τη γλουτένη στο στομάχι και την εξουδετερώνει, ενισχύοντας έτσι τις άμυνες του εντέρου». Οι ερευνητές ευελπιστούν πως το φάρμακο θα βελτιώσει και θα διευκολύνει την καθημερινότητα των ατόμων με κοιλιοκάκη ή με ευαισθησία στη γλουτένη.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Food Chemistry.