Από τη Γιάννα Τριανταφύλλη.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Άμπερντιν κατασκεύασαν έναν νέο πρωτοποριακό σαρωτή εγκεφάλου, που προέρχεται από την τεχνολογία μαγνητικής τομογραφίας (MRI), ο οποίος πρόκειται να δοκιμαστεί για πρώτη φορά παγκοσμίως σε ασθενείς με γλοιοβλάστωμα που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία μετά από χειρουργική επέμβαση και χημειοακτινοθεραπεία.
Η κλινική δοκιμή, που χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση της Σκωτίας, στοχεύει στη βελτίωση της θεραπείας και της ποιότητας ζωής των ασθενών με γλοιοβλάστωμα, οι οποίοι συχνά αντιμετωπίζουν μια δυσοίωνη πρόγνωση ακόμη και μετά από εκτεταμένες θεραπείες.
Το γλοιοβλάστωμα ανήκει στους πρωτοπαθείς όγκους εγκεφάλου και είναι ο πιο επιθετικός και συχνότερος κακοήθης όγκος εγκεφάλου στους ενήλικες. Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι μισοί από τους ασθενείς πεθαίνουν εντός 15 μηνών από τη διάγνωση, ακόμη και μετά από εκτεταμένες χειρουργικές επεμβάσεις, ακτινοθεραπεία και χημειοθεραπεία.
Τα πλεονεκτήματα του νέου τύπου σάρωσης
Ο εξειδικευμένος αυτός τύπος σάρωσης μαγνητικής τομογραφίας χαμηλού πεδίου έχει ήδη βρεθεί ότι είναι αποτελεσματικός στην ανίχνευση όγκων στον ιστό του μαστού και εγκεφαλικής βλάβης σε ασθενείς με εγκεφαλικό επεισόδιο. Οι ερευνητές ευελπιστούν ότι μπορεί τώρα να χρησιμοποιηθεί για να βοηθήσει και ασθενείς με όγκους στον εγκέφαλο, καθώς η σάρωση των όγκων με απεικόνιση κύκλου πεδίου (FCI) παρέχει πιο λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά ενός όγκου και εντοπίζει όγκους χωρίς την χρήση σκιαγραφικού.
«Η ύπαρξη μιας αξιόπιστης μεθόδου για τον εντοπισμό της εξελισσόμενης νόσου θα επιτρέψει την ανάπτυξη και την ακριβέστερη αξιολόγηση των αναδυόμενων πιθανών θεραπειών. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, καθώς οι ασθενείς έχουν επί του παρόντος περιορισμένη επιλογή θεραπειών για την καταπολέμηση του καρκίνου τους» εξηγεί η Δρ. Anne Kiltie, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας.
Οι ερευνητές είναι αισιόδοξοι ότι η έρευνά τους θα μπορέσει να αποδείξει, σε αντίθεση με τις συμβατικές μαγνητικές τομογραφίες, ότι η σάρωση FCI προσφέρει τη δυνατότητα βελτίωσης της θεραπείας, εντοπίζοντας έγκαιρα την πραγματική εξέλιξη του όγκου ή αντίθετα, επιβεβαιώνοντας την ψευδο-εξέλιξή του – η οποία μοιάζει με όγκο αλλά δεν είναι καρκινικός ιστός- , αποτρέποντας έτσι την περιττή διακοπή της θεραπείας και βελτιώνοντας τη φροντίδα και την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Πηγή: NHS Grampian