Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, οι άνθρωποι με υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα τους, τείνουν να έχουν πόνους στους τένοντες.
Τα βασικότερα αίτια της υψηλής χοληστερόλη στο αίμα είναι η αυξημένη πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών οξέων και η παχυσαρκία. Η χοληστερίνη πρέπει να διατηρείται μέσα στα φυσιολογικά όρια, καθώς οι υψηλές τιμές της αυξάνουν τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο, εγκεφαλικά επεισόδια και περιφερική αγγειοπάθεια.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Καμπέρα και από το Πανεπιστήμιο Monash, στην Αυστραλία, συγκέντρωσαν και αξιολόγησαν 17 μελέτες, στις οποίες συμμετείχαν περίπου 2000 άτομα. ΟΙ ερευνητές, βασιζόμενοι στις μελέτες αυτές, συνέκριναν τα επίπεδα χοληστερόλης ή της χρήσης φαρμάκων που μειώνουν τη χοληστερόλη με τον πόνο που μπορεί να αισθάνονται οι συμμετέχοντες στους τένοντες.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι, οι άνθρωποι με τα λιγότερο υγιή επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα ήταν πιο πιθανό να έχουν προβλήματα τενοντίτιδας και μεγαλύτερους πόνους στα χέρια και στους ώμους κατά τους μυοσκελετικούς τραυματισμούς.
Όπως επισημαίνει ο επικεφαλής της έρευνας Dr. James E. Gaida « η χοληστερόλη είναι απαραίτητη για τη ζωή, αλλά οι μεγάλες ποσότητες στο αίμα αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιαγγειακή νόσο και μπορούν επίσης να συνδεθούν με μυοσκελετικά προβλήματα, όπως τραυματισμούς στους τένοντες. Το πιο ενδιαφέρον εύρημα ήταν ότι το μοτίβο των αλλαγών της χοληστερόλης σε σχέση με την τενοντίτιδα ήταν παρόμοιο με εκείνο που αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Φαίνεται ότι αυτό που είναι κακό για την καρδιά μας είναι κακό εξίσου και για τους τένοντες μας ».
Ωστόσο, τα ευρήματα της έρευνας δεν μπόρεσαν να αποδείξουν με βεβαιότητα ότι η υψηλή χοληστερόλη προκαλεί βλάβη στους τένοντες. Στην πραγματικότητα, όπως σχολιάζουν οι ερευνητές, ο τραυματισμός ενός τένοντα μπορεί να περιορίσει τη σωματική δραστηριότητα, η οποία μπορεί να επηρεάσει τη χοληστερόλη, οπότε η σχέση θα μπορούσε να πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Οι ερευνητές πάντως επισημαίνουν ότι, η αυξημένη χοληστερίνη είναι βέβαιον ότι αποτελεί καθοριστικό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου και για το λόγο αυτό θα πρέπει να διατηρείται μέσα στα φυσιολογικά όρια και ανάλογα με τους παράγοντες κινδύνου που εμφανίζει το κάθε άτομο.