Η τάση για ανάπτυξη αγχώδους διαταραχής μπορεί να οφείλεται στα γονίδια, αλλά τα βιώματα και το περιβάλλον παίζουν, επίσης, πολύ σημαντικό ρόλο.
Σε αντίθεση με ορισμένα άλλα χαρακτηριστικά, όπως το χρώμα των ματιών και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, η αγχώδης διαταραχή δεν είναι πάντα εύκολο να διακριθεί μέσα στις γενιές. Βασική αιτία της δυσκολίας αυτής είναι το γεγονός ότι περιλαμβάνει μια ποικιλία καταστάσεων, όπως διαταραχή πανικού, ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή, κοινωνικό άγχος, διαταραχή μετα-τραυματικού στρες και γενικευμένη αγχώδη διαταραχή. Ωστόσο, η έρευνα για εμπλεκόμενα γονίδια βρίσκεται σε καλό δρόμο.
Τι δείχνουν τα επιστημονικά στοιχεία
Οι ερευνητές έχουν προσπαθήσει να κατανοήσουν το γενετικό υπόβαθρο των αγχωδών διαταραχών, εξετάζοντας την πιθανότητα να υπάρχουν συγγενείς των πασχόντων με την ίδια διαταραχή άγχους. Στο πλαίσιο αυτό έχουν διαπιστώσει ότι ένα άτομο διατρέχει σημαντικά μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξει διαταραχή πανικού αν έχει ένα δίδυμο αδερφό/η με το ίδιο πρόβλημα και μέτρια μεγαλύτερο κίνδυνο εάν έχει έναν συγγενή πρώτου βαθμού, όπως γονέα ή αδελφό/η, με το ίδιο πρόβλημα.
Όπως επισήμαναν ερευνητές, σε ανασκόπηση που δημοσιεύθηκε το 2011 στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Korean Medical Science, οι μελέτες δείχνουν ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης αγχώδους διαταραχής έχει μία κληρονομική βάση, ωστόσο, ο ρόλος της γενετικής προδιάθεσης σε σχέση με την επίδραση του οικογενειακού περιβάλλοντος παραμένει ασαφής. Επιπλέον, δεν έχουν εντοπίσει συγκεκριμένα γονίδια που παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη της διαταραχής.
Η έρευνα δείχνει, επίσης, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία μιας γενετικής προδιάθεσης για αγχώδη διαταραχή θα μπορούσαν να γίνουν εμφανή σε νεαρή ηλικία. Μελέτες έχουν δείξει ότι όταν η διαταραχή αναπτύσσεται πριν από την ηλικία 20, είναι πιο πιθανό να υπάρχουν και στενοί συγγενείς με το ίδιο πρόβλημα. Το 2013, δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Journal of Anxiety Disorders μία μελέτη, η οποία υπογράμμισε ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της αγχώδους διαταραχής που συσχετίζονται με διαταραχή πανικού είναι εμφανή από την ηλικία των 8 ετών.
Τέλος, μελέτη του 2014, που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Molecular Psychiatry, αναφέρει ότι η ανάλυση των δεδομένων περισσότερων από 1.000 οικογενειών, έδειξε ότι ορισμένα γονίδια θα μπορούσαν να σχετίζονται με τον κίνδυνο για ανάπτυξη Ιδεοψυχαναγκαστικής Διαταραχής (ΙΨΔ), αλλά αυτά τα αποτελέσματα δεν έχουν ακόμα επιβεβαιωθεί.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα, μέχρι τώρα, δεδομένα οι ειδικοί πιστεύουν ότι τα γονίδια που εμπλέκονται μπορούν να τροποποιήσουν τις συναισθηματικές αντιδράσεις ενός ατόμου με έναν τρόπο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε αγχώδη διαταραχή. Ωστόσο, άλλα άτομα που φέρουν ένα παρόμοιο μείγμα γονιδίων, μπορεί να μην αναπτύξουν το πρόβλημα, επειδή δεν έχουν τα ίδια βιώματα ή τους ίδιους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου.
Περιβαλλοντικοί παράγοντες κινδύνου
Οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της διαταραχής, ο οποίος όμως δεν έχει πλήρως διευκρινιστεί. Ορισμένοι από τους παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν αγχώδη διαταραχή είναι: καταχρήσεις κάθε είδους, τραυματικά γεγονότα, στρεσογόνα γεγονότα, δύσκολες οικογενειακές σχέσεις, έλλειψη ενός ισχυρού συστήματος κοινωνικής υποστήριξης, καθεστώς χαμηλού εισοδήματος και κακή γενική υγεία. Η έρευνα έχει, επίσης, προτείνει ότι όταν η διαταραχή αναπτύσσεται σε ένα περιβάλλον που δεν έχει κανέναν ή έχει ελάχιστους από τους παραπάνω παράγοντες κινδύνου, είναι πιθανόν να οφείλεται σε υποκείμενη γενετική προδιάθεση.